Κι έχουν περάσει 72 χρόνια από τη συμφωνία της Βάρκιζας. Μια
συμφωνία που κάθε τόσο ανακαλείται κυρίως στη συμβολική της διάσταση για
δικαίωση σύγχρονων επιλογών ή εκτόξευση κατηγοριών. Κι η εύκολη αναφορά σ’
αυτήν τις περισσότερες φορές γίνεται είτε
για να απαξιωθεί το κομμουνιστικό κίνημα που η ηγεσία του το προδίδει είτε για
να προβληθεί το επαναστατικό αίτημα που η ηγεσία του ΚΚΕ αποδυναμώνει.
Πριν ενάμισι χρόνο, Ιούλιο 2015,
όταν παρελάμβανε ο Γ. Κατρούγκαλος το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου Κοινωνικών
Ασφαλίσεων από τον Π. Σκουρλέτη θεώρησε υποχρεωμένος να δηλώσει πως η άρτι
υπογραφείσα συμφωνία με τους δανειστές «δεν είναι Βάρκιζα γιατί δεν παραδόθηκαν
τα όπλα, δηλαδή η εξουσία». Ο Τ. Μπαλτάκος, πρώην γ.γ της κυβέρνησης του Α.
Σαμαρά, μετά τις ευρωεκλογές του 2014 και τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, διαβεβαίωνε ότι η
αριστερά δεν θα τα καταφέρει όπως δεν τα κατάφερε το ΕΑΜ το 1945, κι ίσως για
να γίνει πιο πειστικός επικαλέστηκε τη συμφωνία της Βάρκιζας λέγοντας, «Θα έχουμε νέα «Συμφωνία της Βάρκιζας». Πάλι
θα παραδώσουν τα όπλα».
Κι αν αναφέρονται αυτά τα δυο
περιστατικά είναι γιατί ακριβώς είναι χαρακτηριστικά για τον τρόπο που ερμηνεύεται
η συμφωνία εκείνη –οι ερμηνείες είναι ενσωματωμένες στις πράξεις τους. Ο μεν ΣΥΡΙΖΑ θέλει να συνδέει τη διακυβέρνησή του με την ηρωική εκείνη
περίοδο και να θεωρείται συνέχεια εκείνης της επαναστατικής παράδοσης, η μεν Ν. Δημοκρατία ν’ αναδειχτεί η ανικανότητα ή
και δειλία του λαϊκού κινήματος, που ευλόγως το ταυτίζει με το ΣΥΡΙΖΑ.
Κι αν τόσα χρόνια μετά, εκείνη η δεκαετία
επανέρχεται πάλι και πάλι είναι γιατί τότε τέθηκε το σημαντικότερο πολιτικό
ζήτημα, το ζήτημα της κατάληψης της εξουσίας. Κι
επειδή ήταν οι κομμουνιστές που το έθεσαν και πολέμησαν για αλλαγή των
συσχετισμών στην εξουσία, το βαρύ
πυροβολικό της επιχειρηματολογίας της αστικής τάξης στρέφεται εναντίον τους. Η
αστική τάξη από τη σύγκρουση και καταδίωξη του κομμουνισμού πέρασε στην
ανοχή του ή και φαινομενικά αποδοχή του στα μεταπολιτευτικά
χρόνια, για να περάσει στην εξουδετέρωση με την απαξίωση, συκοφάντηση,
διαστρέβλωση. Κι επειδή ο ηρωισμός και ο αγώνας των κομμουνιστών δεν
προσφέρεται για την απαξίωσή τους είναι
όμως ό,τι πρέπει για απομυθοποίηση στα πλαίσια της …φρέσκιας ματιάς της
ιστορίας, εφευρέθηκε το αντιθετικό ζεύγος ηγεσία και κίνημα, που υπερβαίνει το ταξικό και σβήνει την
αντιπαράθεση κομμουνιστών –αστών.
Στη
συμφωνία της Βάρκιζας με τα εννιά της άρθρα η κυβέρνηση Πλαστήρα που είχε
διαδεχτεί εκείνη του Παπανδρέου αναλάμβανε την υποχρέωση
της αποκατάστασης των
συνδικαλιστικών ελευθεριών, της ελευθερίας της έκφρασης και του τύπου, του
συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι καταργώντας κάθε προηγούμενο ανελεύθερο νόμο,
της κατάργησης του στρατιωτικού νόμου, της
διεξαγωγής δημοψηφίσματος για το
πολιτειακό, της εκκαθάρισης υπαλλήλων κι ένστολων με κριτήριο και τη συνέργεια
με τον εχθρό και την προσχώρηση στη δικτατορία και της παροχής αμνηστίας με την
εξαίρεση που περιείχε, των κοινών αδικημάτων κατά ζωής και περιουσίας και της
άρνησης παράδοσης των όπλων.
Πέρα από
την κριτική γενικά για την ίδια τη συμφωνία, και ειδικότερα για την παράδοση των όπλων όπως και την υποχώρηση
στο ζήτημα της αμνηστίας, εξ ίσου σημαντικό, και όχι για ιστορικούς λόγους, είναι εκείνα τα συμπεράσματα που προκύπτουν και μπορούν να
βοηθήσουν στην αντιμετώπιση του παρόντος.
Ένα
πρώτο συμπέρασμα είναι αυτό που προκύπτει από τη διαπίστωση πως ενώ από τα εννιά άρθρα της συμφωνίας τα
δύο που αναφέρονται σε υποχρεώσεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ εφαρμόστηκαν, από τα υπόλοιπα εφτά άρθρα της συμφωνίας, η
οποία αναπτέρωσε αρχικά στο λαό τις ελπίδες για έναν ομαλό πολιτικό βίο, κανένα
δεν εφαρμόστηκε από την κυβέρνηση και τις αστικές δυνάμεις. Αντίθετα, το κράτος και το πολιτικό
σύστημα που ανασυγκροτήθηκε μετά τη Βάρκιζα σε συμφωνία με παρακρατικές αντικομμουνιστικές
οργανώσεις και έναν τρομοκρατικό μηχανισμό καταστολής και εξόντωσης των
αγωνιστών της εθνικής αντίστασης οργάνωσε ένα όργιο τρομοκρατίας κατά του ΕΑΜ
και του ΚΚΕ αδιαφορώντας, και μάλιστα προκλητικά, για τη συμφωνία της Βάρκιζας
με την ανοχή και στήριξη των βρετανικών στρατευμάτων κατοχής. Που σημαίνει ότι
καμιά συμφωνία δεν έχει σημασία όταν δεν υπάρχει η πολιτική βούληση εφαρμογής
της, και στην προκειμένη περίπτωση αναφερόμαστε στο αστικό ελληνικό κράτος που ανασυγκροτούνταν με τη
βοήθεια των Άγγλων.
Την εποχή εκείνη η πολιτική
κυριαρχία της αστικής τάξης και το αστικό καθεστώς με τα έντονα φασιστικά
στοιχεία, παρά την παρουσία του αγγλικού στρατού και τη νίκη του Δεκέμβρη, δεν
είχαν ακόμα εδραιωθεί και αμφισβητούνταν σοβαρά από το λαό. Αν εφαρμόζονταν λοιπόν
η συμφωνία αυτό θα σήμαινε πως θα γινόταν αποδεκτό το ΕΑΜ και το ΚΚΕ στο ίδιο
το κράτος, μέσα από την κυριαρχία στις δημοτικές εκλογές, στις συνδικαλιστικές
επιλογές, στο δημοψήφισμα αλλά και στις βουλευτικές εκλογές. Η συνθήκη της
Βάρκιζας ήταν συμβιβασμός και για την αστική τάξη, που επειδή έβλεπε ότι οι
πολιτικοί συσχετισμοί δεν της επέτρεπαν την απόλυτη κυριαρχία της ήθελε να
φανεί διαλλακτική. Για να ποδοπατήσει βέβαια αμέσως μετά την όποια συμφωνία που
στεκόταν εμπόδιο στην εξασφάλιση της πολιτικής της κυριαρχίας.
Δεν είναι λοιπόν καθόλου
αυτονόητη η σύνδεση της κυριαρχίας της αστικής εξουσίας με την κατοχύρωση των
αστικών δημοκρατικών ελευθεριών. Η άρχουσα τάξη μιας καπιταλιστικής χώρας, η
οποία σημειωτέον στην περίπτωση της Ελλάδας ήταν εξαρτημένη και υποδεέστερη
εντός του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος, αποδέχεται την κατοχύρωση των
αστικών δημοκρατικών ελευθεριών όταν σίγουρα έχει εξασφαλίσει τον πλήρη έλεγχο της
κρατικής εξουσίας αλλά και την ιδεολογική κυριαρχία της στην κοινωνία. Τότε εκ
του ασφαλούς δέχεται και ελεύθερες εκλογές, σίγουρη ότι τα αστικά κόμματα θα
πλειοψηφούν.
Επομένως, το κύριο και βασικό
συμπέρασμα είναι πως δεν μπορεί να υπάρξει καμιά εγγύηση εφαρμογής οποιασδήποτε
συμφωνίας ανάμεσα στην κυρίαρχη τάξη και τα λαϊκά στρώματα, όταν οι πολιτικοί
συσχετισμοί (όπως στη συμφωνία της Βάρκιζας, με την παράδοση των όπλων και τον
έλεγχο των σημαντικών οργάνων του κράτους από τις αστικές δυνάμεις και την
παρουσία του αγγλικού στρατού) αλλάζουν εις βάρος του λαϊκού κινήματος και δεν
μπορεί να επιβάλλει την εφαρμογή της. Και είναι τότε που αποκαλύπτεται πόσο
εύθραυστη είναι η συνεργασία στην εξουσία με την κυρίαρχη τάξη στα πλαίσιο ενός
ταξικού συμβιβασμού, παρόλα τα φιλολαϊκά χαρακτηριστικά που μπορεί να έχει. Και πάντα το λαϊκό κίνημα και η ηγεσία του πρέπει
να βρίσκονται σε επιφυλακή, ακόμα κι αν φαίνεται πως οι διεθνείς συνθήκες το ευνοούν, όπως τότε –υπογραφή
του Χάρτη του Ατλαντικού, αποφάσεις της Τεχεράνης, συγκρότηση σε Ιταλία και
Γαλλία κυβερνήσεων ευρέος δημοκρατικού φάσματος και με τη συμμετοχή
κομμουνιστικών κομμάτων, αντιφασιστική νίκη των λαών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου