Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2023

ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ, ΣΠΙΤΑΚΙ ΜΟΥ …ΧΑΜΕΝΟ

 

Τις τελευταίες εβδομάδες μετά και την απόφαση του Αρείου Πάγου, το οποίο αποφάνθηκε, με ταχύτητα που εξέπληξε, ότι οι διαχειριστές των funds που εδρεύουν στην Ελλάδα μπορούν να προβαίνουν σε πλειστηριασμούς με τη δική τους επωνυμία και όχι ως πληρεξούσιοι των funds, οι κινητοποιήσεις για να αποτραπούν οι πλειστηριασμοί πληθαίνουν. Στη βουλή όμως τροπολογία του ΚΚΕ για παύση κάθε πράξης αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της πρώτης - κύριας κατοικίας και άλλων περιουσιακών στοιχείων απορρίφτηκε από τα αστικά κόμματα. Κυβέρνηση με το θεσμικό πλαίσιο, τράπεζα της Ελλάδας με τον τραπεζικό μηχανισμό της, δικαστική εξουσία με το νομιμοποιητικό της ρόλο,  σε αγαστή συνεργασία στρέφονται με το ζήτημα  των πλειστηριασμών ενάντια στους πιο ευάλωτες ομάδες πληθυσμού.  Κι έτσι σε πολλές περιπτώσεις απομένει μόνο η λαϊκή κινητοποίηση για να αποτραπούν πλειστηριασμοί και έξωση των ανθρώπων από τα σπίτια τους, που αποδεικνύει ότι μόνο ο λαϊκός παράγοντας ακόμα και σε θεσμικό επίπεδο μπορεί να ακυρώσει αποφάσεις της κυρίαρχης εξουσίας.   
   Στην κρίση στέγασης, με τους πλειστηριασμούς σπιτιών, από την αρχή της οικονομικής  κρίσης, η λύση μοιάζει με αίνιγμα, εφόσον δεν πρέπει να αγγίζει την κερδοφορία του τραπεζικού συστήματος και των παραγώγων του.  Η  κυρίαρχη πολιτική αποσιωπά τις  ευθύνες τραπεζών που προσάρμοσαν τα  κριτήρια δανεισμού αναζητώντας εύκολα κέρδη και επικεντρώνεται σε εκείνες των δανειοληπτών, κατηγορώντας τους ότι ανέλαβαν πολύ περισσότερα χρέη από όσα μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά, χωρίς να λαμβάνεται όμως υπόψη η απώλεια εισοδήματος όλα αυτά τα χρόνια της κρίσης. Αυτό που στην πράξη διαπιστώνεται είναι ότι οι κυβερνητικές ενέργειες τιμωρούν σε μεγάλο βαθμό τους ιδιοκτήτες που υποφέρουν, ενώ ανταμείβουν τις τράπεζες που θα έπρεπε να είχαν αποτύχει, ακόμα και με καπιταλιστικά κριτήρια,  λόγω κακών επιχειρηματικών αποφάσεων.  Την απαίτηση οι ιδιοκτήτες πρώτης κατοικίας να μην χάσουν το σπίτι τους, ενώ  φαινομενικά  ο κυρίαρχος λόγος την υποστηρίζει συγχρόνως όμως επισημαίνει την αδικία για όσους ενήργησαν πιο υπεύθυνα, στοχεύοντας στον κοινωνικό αυτοματισμό. Παραβλέπει βέβαια τις διασώσεις των τραπεζών που ήταν κατάφωρα άδικες για τους φορολογούμενους, όπως και εκατοντάδες άλλες σημαντικές, άδικες κυβερνητικές ενέργειες μεροληπτικές προς τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει χώρα από την αρχή της κρίσης και όχι μόνο.
          Η κυρίαρχη πολιτική μοιάζει να μην αναγνωρίζει τη σημασία των δεσμών μεταξύ στέγασης, υλικής στέρησης και φτώχειας και να  αδιαφορεί για τις ανάγκες των ανθρώπων, όσο η εξαθλίωσή τους δεν επηρεάζει την κυριαρχία και κερδοφορία της άρχουσας τάξης. Βέβαια η εμπειρία της κρίσης του μεσοπολέμου έκανε τον καπιταλισμό πιο σοφό στον τρόπο διαχείρισης των οικονομικών κρίσεων και δεν αφήνει η εξαθλίωση των ανθρώπων να είναι μαζική και απόλυτη, είτε με νόμους που ευνοούν κάποιες κατηγορίες εργαζομένων, αποτρέποντας μαζικές αντιδράσεις,  είτε με προνοιακά επιδόματα, εφησυχάζοντας για την παροδικότητα της κατάστασης.
          Με την κρίση, αυτό που στην πραγματικότητα συνέβη σε όλη την Ευρώπη, και όχι μόνο στην Ελλάδα, είναι ότι οι μηχανισμοί  που εργάζονταν για την ευημερία των ανθρώπων, όπως τα συνταξιοδοτικά συστήματα, η υγειονομική περίθαλψη, η εκπαίδευση κ.λ.π., δέχτηκαν ένα από τα πιο σοβαρά χτυπήματά τους, διαψεύδοντας την αισιόδοξη αντίληψη για το κράτος πρόνοιας που ο καπιταλισμός ευνοεί, επειδή παρουσιάζονταν ως …προσφορά του καπιταλισμού και όχι ως κατάκτηση ενός ρωμαλέου εργατικού κινήματος.  Γιατί η καπιταλιστική επίθεση δεν συνέβη μόνο κατ' εξαίρεση στο όνομα της έκτακτης ανάγκης, αλλά ως μέρος μιας πολύ πιο συστηματικής και ευρέως ενορχηστρωμένης αλλαγής πρότυπου πολιτικής. Δεδομένου αυτού του πλαισίου, το νέο πια κοινωνικοοικονομικό  πλαίσιο που αναδύεται μετά από το υποτιθέμενο τέλος της κρίσης, στο ζήτημα της στέγασης εστιάζει στις σχέσεις μεταξύ τριών στοιχείων, της κινητικότητας, της ιδιοκτησίας, των ψηφιακών τεχνολογιών.
           Η ελληνική αγορά ακινήτων, και όχι μόνο,  είναι παγιδευμένη τα τελευταία χρόνια σε μια διαρκώς διογκούμενη φούσκα που κι έχει γίνει δυσβάσταχτη για τους εργαζομένους. Δεν είναι όμως τόσο δυσβάσταχτη για κατοίκους άλλων χωρών που οι ψηφιακές τεχνολογίες τους επιτρέπουν να εξερευνήσουν άλλες αγορές όπως η δική μας, που συγκριτικά με τη δική τους είναι φθηνότερη. Κι έτσι οι κοινωνικές ταξικές διακρίσεις μεταφέρονται εκτός συνόρων μιας συγκεκριμένης εθνικής οικονομίας, προωθώντας την αποσυμπίεση της ταξικής πόλωσης σε διακρατικό επίπεδο. Κι αν σε τμήμα ιδιοκτητών στην Ελλάδα, που κολακεύονται ότι είναι η μεσαία τάξη,  η ελπίδα να πετύχουν καλύτερες τιμές  με την πώληση σπιτιών σε ξένους ή την ενοικίαση βραχυχρόνιας μίσθωσης  τους ευνοεί αυξάνοντας τις τιμές, συγχρόνως όμως συμβάλλει στην αύξηση των τιμών πώλησης, αλλά και  περιορίζει και την προσφορά σπιτιών με ένα κανονικό ενοίκιο. Η οικονομική πίεση γίνεται δυσβάσταχτη για άλλο τμήμα του πληθυσμού που δεν συνειδητοποιεί την προλεταριοποίησή του.
          Το σπίτι λοιπόν που κάποτε, στο ελληνικό πλαίσιο, ήταν στο μεγαλύτερο μέρος του κοινωνικού ταξικού φάσματος σημάδι της διαγενεακής συνέχειας και αλληλεγγύης, γίνεται το μόνο μέσο εισοδήματος ή ζωτικής σημασίας συμπληρωματικό εισόδημα σε μια χώρα με υψηλή φορολογία, τρομερά μειωμένους μισθούς, και με ένα από τα  υψηλότερα ποσοστά ανεργίας στην ΕΕ.
Εν ολίγοις, η  κοινωνική και οικονομική ρύθμιση της στέγασης υπόκειται σε μια αυξανόμενη εξάρτηση από τις αγορές που οδηγεί σε έλλειψη οικονομικής δυνατότητας στέγασης σε ολοένα και πιο αυξανόμενο ποσοστό εργαζομένων. Γιατί οι  υψηλότερες τιμές των κατοικιών και η αστάθεια των τιμών, υποδεικνύοντας τη χρηματιστηριακή αντιμετώπιση της αγοράς κατοικίας, συνδέονται με αυξημένο κόστος  διαβίωσης και στέρηση της στέγης για ενοικιαστές και ιδιοκτήτες χαμηλού εισοδήματος. Κι έτσι ενώ αποτελεί η στέγαση σημαντικό μέρος των υλικών συνθηκών αξιοπρεπούς διαβίωσης των ανθρώπων, καθώς αντιμετωπίζεται ως εμπόρευμα συχνά η σημασία της σταθερότητας της στέγασης δεν περιλαμβάνεται  στη συζήτηση για τη φτώχεια.  
Η συμβολή στην ευημερία των ανθρώπων της ασφάλειας της στέγασης είναι σημαντική, γιατί το αίσθημα ευεξίας που προκύπτει από την αίσθηση σταθερότητας στο κοινωνικό και υλικό περιβάλλον κάποιου, παρέχει μια ασφαλή βάση για την ανάπτυξη της ταυτότητας και την αυτοπραγμάτωση, είναι πηγή αυτονομίας και κοινωνικής θέσης. Για να εκπληρώσει η στέγαση αυτόν τον ρόλο, πρέπει να παρέχει σταθερότητα, έναν τόπο στον οποίο μπορεί  να διαμορφωθεί η καθημερινή ρουτίνα, έναν τόπο στον οποίο οι άνθρωποι μπορούν να ασκούν έλεγχο και είναι  ελεύθερος από τη δημόσια επιτήρηση.
Η φτώχεια, η κακή στέγαση και η κακή υγεία συνδέονται πολύπλοκα σε έναν κύκλο που έχει φυσικά αποδειχθεί ανθεκτικός στις μικροεπεμβάσεις της πολιτικής της κυρίαρχης τάξης που υποκριτικά δείχνει το ενδιαφέρον  της για τις συνέπειες της πολιτικής που εφαρμόζει. Μόνο η οργάνωση και η κινητοποίηση του λαϊκού παράγοντα μπορεί να σπάσει αυτόν τον φαύλο κύκλο.
 

Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2023

ΣΕ ΡΟΛΟ ΔΟΥΡΕΙΟΥ ΙΠΠΟΥ

 

Κι έτσι καταλήγουμε και στη χώρα μας με τις πολιτικές και κοινωνικές εντάσεις να παραμένουν υψηλές, ακόμα και οξυμένες, όλα τα αστικά μας κόμματα ν’ αγωνίζονται για να δείχνουν ότι διαφοροποιούνται, ώστε να υπάρχει δυνατότητα επιλογής στις εκλογές, χωρίς όμως ν’ αλλάζει τίποτε. Ιδιαίτερα ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να ξανακερδίσει τη χαμένη τιμή ενός ριζοσπαστισμού που ιδιοποιήθηκε κομμουνιστικούς αγώνες, ενώ αποκήρυξε τον κομμουνισμό και να θολώσει τα νερά της ταξικής αντιπαράθεσης με τον καταποντισμό σε έμφυλες, αυτοπροσδιοριζόμενες κλπ ταυτότητες. Και στο τέλος βέβαια μιας …αγωνιστικής ημέρας να μπορεί να κατηγορηθεί το ΚΚΕ για οπισθοδρόμηση, ομοφοβία, σκοταδισμό, σεχταρισμό κλπ.  
Δεν είναι μόνο η επιμονή της Ε. Ακρίτα να αποδείξει την ομοφοβία του ΚΚΕ με βάση επιχειρήματα που στηρίζονται σε αμφίβολα γεγονότα (κάποιος, κάπου κάποτε οπαδός του κόμματος κατηγόρησε τον πρόεδρο του ΣΕΗ Σ. Μπιμπίλα για τον σεξουαλικό του προσανατολισμό). Με την αφ’ υψηλού κριτική της μάλιστα, αντιφάσκει με τις δικές της δηλώσεις περί προσωπικών επιλογών, όταν αποκαλύπτει, με τόσο καλυμμένο τρόπο που να είναι πασιφανής η ταύτιση,  την σεξουαλική ταυτότητα ατόμων που τα ίδια δεν θεωρούν σκόπιμο να το κάνουν. Και  θυμίζει αντίστοιχη δήλωση του Γρ. Βαλιανάτου για τον Α. Τρίτση, που μετά θάνατον ανέλαβε να προσδιορίσει δημόσια τη σεξουαλικότητά του, όταν  ο ίδιος ο εκλιπών δεν το είχε κάνει, αποσπώντας αποδοχή και συναίνεση για τις δικές του επιλογές. Στην περίπτωση της Ε. Ακρίτα επιδιώκεται αποδοχή των δικών της πολιτικών επιλογών υποστήριξης του ΣΥΡΙΖΑ που θέλει να εμφανίζεται σαν αριστερό κόμμα. Και οι δικές της κατηγορίες εναντίον του ΚΚΕ, όπως και μια σειρά από δηλώσεις παραγόντων του ΣΥΡΙΖΑ,  αλλά και η βασική κατηγορία που εκτοξεύεται γι’ αυτό ως ουρά της Ν.Δ., αποκαλύπτουν τον ρόλο του δούρειου ίππου της κυρίαρχης εξουσίας που θέλει η σοσιαλδημοκρατία, με όλες τις μορφές της, να παίζει στην πολιτική σκηνή των αστικών δημοκρατιών. Το αδιέξοδο μάλιστα των πολιτικών ταυτοτήτων, σαν μέσο διεκδίκησης του ατόμου  έξω από κάποιο κοινωνικό πλαίσιο, χρησιμοποιείται ως ιδεολογικός αντιπερισπασμός για να σπάσει ο χωρισμός των ανθρώπων στο ταξικό δίπολο, αστός – εργάτης. Ώστε να   καταλήξουμε να πιστεύουμε ότι αυτό το δίπολο δεν αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα, αφού αποχαιρετήσαμε το προλεταριάτο και όλοι γίναμε μεσαία τάξη και κατά προσδοκία, με λίγη τύχη και πολύ θέληση, μεγαλοαστοί. Κλωθογυρνάμε λοιπόν γύρω από υπαρκτές και κατασκευασμένες ταυτότητες που κατακερματίζουν τη δυνατότητα συλλογικών διεκδικήσεων, μετατρέποντας το ισχυρό και δίκαιο αίτημα για ίσα δικαιώματα σε πολύχρωμη γραφικότητα.
Και είναι κι αυτός ένας τρόπος η κυρίαρχη τάξη να συσπειρώσει κοινωνικές ομάδες για να εδραιωθεί και μέσω διαταξικών ιδεολογιών.
Από την  έναρξη του ψυχρού πολέμου η κυρίαρχη εξουσία της αστικής τάξης στη Δύση, και ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, έχει υποστηρίξει  κάθε είδους αντικομμουνιστικά διανοητικά σχέδια σε όλο το πολιτικό φάσμα, στις προσπάθειές της να στερήσει τα επαναστατικά κινήματα από την επαναστατική θεωρία. Ιδιαίτερα η προώθηση διάφορων αντικομμουνιστικών ιδεολογιών με αριστερή επένδυση στόχευε στην επιδείνωση των ιδεολογικών διασπάσεων μέσα στο κομμουνιστικό κίνημα για να επικρατήσει σ’ αυτό οποιαδήποτε μορφή ριζοσπαστισμού εκτός από τον μαρξισμό-λενινισμό, τη μόνη επαναστατική θεωρία που φοβάται η κυρίαρχη τάξη.  Γιατί η κυρίαρχη τάξη της Δύσης στην πραγματικότητα συμφωνεί  με τον Λένιν,  ότι  δηλ. χωρίς επαναστατική θεωρία δεν μπορεί να υπάρξει επαναστατικό κίνημα. Γι’ αυτό και στόχος της ήταν η καλλιέργεια μιας συμβιβαστικής αριστεράς που παραμελεί τον αντιϊμπεριαλισμό και την ταξική πάλη και προωθεί μια αναποτελεσματική οργανωτική στρατηγική.
          Στα μεταπολεμικά χρόνια, με ένα λαϊκό κίνημα που βγήκε από τα συντρίμμια του πολέμου να οργανώνεται και να διεκδικεί με το βλέμμα στραμμένο σε μεγάλο βαθμό στην ΕΣΣΔ, η ιδεολογία της κυρίαρχης τάξης οικειοποιούνταν τις προσδοκίες του παρουσιάζοντας το ταξικό της συμφέρον ως συμφέρον της κοινωνίας στο σύνολό της και  προωθούνταν, με μανδύα ριζοσπαστικό, με όλα τα μέσα να επικρατήσει.  Φιλόσοφοι αριστεροί, όπως ο Μ. Φουκώ ή ο δικός μας Κ. Καστοριάδης,  των οποίων η σκέψη αδιαφορεί για  την ταξική πάλη  και τον ιμπεριαλισμό και είναι πρόθυμη για εύκολη κριτική στα σοσιαλιστικά κράτη, εκτοπίζουν τον Μαρξ σε μεγάλο βαθμό μέσα στον ακαδημαϊκό χώρο, προωθώντας διάφορες μορφές ρεφορμισμού και ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού. Η σχολή της Φραγκφούρτης υποστηριζόμενη από την άρχουσα τάξη και τα ιμπεριαλιστικά κράτη προώθησε τον αντικομμουνισμό κι αποτέλεσε την πολιτική και ιδεολογική πηγή για πολλές ακαδημαϊκές συζητήσεις, που ενίσχυαν τη μη κομμουνιστική αριστερά. Φιλόσοφοι της, όπως ο Αντόρνο ή  ο Χόρκχάιμερ, ήταν παγκόσμιοι εκπρόσωποι μιας αντικομμουνιστικής πολιτικής καπιταλιστικής προσαρμογής. Η Αριστερά στη Δύση ήταν αμείλικτη με την Σοβιετική Ένωση και αρνητική στην κομμουνιστική ιδεολογία.
Ο ακρογωνιαίος λίθος του αντικομμουνισμού  ήταν, και είναι, η ταύτιση Στάλιν και κομμουνισμού με το απόλυτο κακό. Που ενισχύεται  και όταν διάφορα αριστερά  ρεύματα επιτίθενται σ’ αυτή την ισοδυναμία, προσπαθώντας να διαχωρίσουν το σοσιαλισμό από τον Στάλιν και την ΕΣΣΔ.  Η  κυρίαρχη εξουσία όμως γνωρίζει ότι οι άνθρωποι θα συνδέουν πάντα, και σωστά, τον Στάλιν με την ΕΣΣΔ και τον υπαρκτό σοσιαλισμό που θα πρέπει να απαξιωθεί, αφού διαστρεβλωθεί.
Την κυρίαρχη εξουσία δείχνει να μην την ανησυχούν τόσο οι αφηρημένες ιδεολογικές θέσεις. Ανησυχεί όμως σφόδρα όταν η επαναστατική θεωρία γίνεται πράξη, και είναι καθοριστική γι’ αυτό η ύπαρξη κομμουνιστικού κόμματος, γιγαντώνοντας το λαϊκό κίνημα  Γι’ αυτό και ιδεολογικά επιτίθεται στο υλιστικό περιεχόμενο του μαρξισμού, σε κομμουνιστικά κόμματα και η αλλαγή στην κοινωνία αντιμετωπίζεται με όρους οικουμενικών αξιών, ανεξάρτητα από τις ιστορικές συνθήκες.
             Κι ενώ σ’  όλους τους τόνους υποστηρίζεται ότι η κομμουνιστική περιπέτεια έχει τελειώσει, όμως  η προπαγάνδα εναντίον της, παραπάνω από τριάντα χρόνια από τη διάλυση της ΕΣΣΔ,  δεν δείχνει παρά ότι αυτή συνεχίζει να είναι ζωντανή και να θεωρείται απειλή για την αστική τάξη.  Μάλιστα, μεταξύ της φασιστικής δεξιάς και της αντικομμουνιστικής αριστεράς δημιουργήθηκε το αφήγημα για το φιλελεύθερο κυρίαρχο ρεύμα που παρουσιάζει τον κομμουνισμό και το φασισμό ως δυο μορφές ολοκληρωτισμού, με τη φιλελεύθερη δημοκρατία να λειτουργεί ως η χρυσή τομή μεταξύ των δύο άκρων, το ιδανικό πολίτευμα. Ενώ τα ψευδεπίγραφα σοσιαλιστικά κόμματα για δεκαετίες τώρα, ενστερνιζόμενα την κυρίαρχη ιδεολογία, προσέγγιζαν το σοσιαλισμό με όρους γενικόλογων οικουμενικών αξιών, ώστε να καταλήξει να εξαερωθεί και να αποκοπεί από την υλική πραγματικότητα, πριν αποσυνδεθεί από την εργατική τάξη.  
Όταν όμως θα πρέπει να κατευνάζεται η λαϊκή οργή, τότε η σοσιαλδημοκρατία είναι έτοιμη να χειραγωγήσει τη λαϊκή δράση για να μη στραφεί ενάντια στον καπιταλισμό στο σύνολό του,  αλλά σε πρόσωπα ή μορφές του, ενάντια στον μονοπωλιακό  ή χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό που θεωρούνται ως στρεβλώσεις του. Οι διαφορές των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων  με τα λεγόμενα δεξιά κόμματα τείνουν να γίνουν μηδενικές, αν εξαιρεθούν οι μεγαλόστομες υποσχέσεις για τον καπιταλισμό που εξανθρωπίζεται με όργανο το εκσυγχρονισμένο αστικό κράτος, τους εργαζόμενους που βελτιώνουν τη θέση τους. Σε αυτό το πλαίσιο, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα υιοθετούν αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε στρατηγικές πολιτικού μάρκετινγκ, στηριζόμενοι σε δημοσκοπήσεις, στην απόρριψη αρνητικών προσωπικοτήτων, σ’ έναν προοδευτισμό που επικεντρώνεται στα θέμα ταυτοτήτων, αποσιωπώντας ταξικές διαφορές. 
Δεν είναι λοιπόν αντιφατικό που ο ΣΥΡΙΖΑ στηρίζει ως αντιπολίτευση τις κινητοποιήσεις εκπαιδευτικών, αρχαιολόγων, καλλιτεχνών ,συνταξιούχων κλπ. ενώ  ως κυβέρνηση με τους νόμους του συνέβαλε τα μέγιστα  για τη δυσχερή θέση τους. Γιατί στις εκλογές που έρχονται θα πρέπει να υπάρχει δυνατότητα επιλογής μόνο ανάμεσα στα αστικά κόμματα, διαφορετικά το αφήγημα για τον κυρίαρχο λαό που επιλέγει θα καταρρεύσει, ώστε οι εργαζόμενοι να μη στραφούν στο ΚΚΕ.
 

Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2023

ΣΤΑ ΧΑΛΑΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΣΕΙΣΜΩΝ

 

Εικόνες με ισοπεδωμένες πόλεις, με απεγκλωβισμένα από τα ερείπια ταλαιπωρημένα παιδιά, με απελπισμένους ανθρώπους έχουν πλημμυρίσει τα μέσα ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης μετά το διπλό φονικό σεισμό στην Τουρκία.
               Η ζωντανή μετάδοση από τις περιοχές της απόγνωσης και της καταστροφής ευνοεί την ανάδυση του  έντονου συναισθήματος, αναστέλλει κάθε συλλογισμό. Οι εικόνες απορροφώνται αμέσως χωρίς καμία μεσολάβηση, δεν χρειάζεται να τις αναλύσουμε ή να τις αποδομήσουμε, γιατί βυθίζονται βαθιά στη μνήμη μας. Και είναι αυτή η μνήμη περισσότερο που πιστοποιεί την αλήθεια των συνεπειών του σεισμού παρά οι ίδιες οι εικόνες. Κοινές είναι οι εμπειρίες των σεισμών και γι’ αυτό σχεδόν αυτόματα μπορούμε να βάλουμε τον εαυτό μας στη θέση των πληγέντων στην Τουρκία και Συρία. Γι’ αυτό και ίσως δεν χρειάζεται στη συγκεκριμένη περίπτωση η δημοσιογραφία να καταφύγει στην εικονική πραγματικότητα για να πυροδοτηθεί ένα συναίσθημα τόσο δυνατό που να ισοδυναμεί σχεδόν με το να βιώνει κανείς αυτές τις ανθρώπινες καταστροφές. Κι αν γενικά τα μέσα ενημέρωσης κυρίως το συναίσθημα είναι αυτό που μας δείχνουν και αυτό που μοιραζόμαστε και σ’ αυτό περιορίζονται, συγχρόνως όμως αυτή η βύθιση στο συναίσθημα που προσεγγίζει άμεσα τα γεγονότα μας φέρνει σε άμεση επαφή με μια μακρινή  πραγματικότητα με αποτέλεσμα πολλές φορές την έντονη αντίδρασή μας.   
Μόνο που η  διέγερση του συναισθήματος και μόνο αυτού μπορεί να ζαλίσει, να προκαλέσει μια αλόγιστη αντίδραση, να προκαλέσει κλάμα ή να παραλύσει και να περιοριστεί σ’ αυτό. Γιατί το συναίσθημα όντας από τη φύση του υποκειμενικό είναι δύσκολο να το κινητοποιήσεις στο συλλογικό πεδίο της πολιτικής δράσης, του γενικού συμφέροντος. Γι’ αυτό η  καθήλωση στο συναίσθημα τείνει να εξαερώνει και να κατακερματίζει την κοινωνία, μεταμορφώνοντάς τη σ’ ένα πεδίο  το κέντρο του οποίου είναι παντού και τα όριά του απροσδιόριστα, επιβάλλοντας έτσι την εντύπωση του ανεξέλεγκτου των καταστάσεων και της αδυναμίας  της αποτελεσματικής αντίδρασης.
Εξάλλου η συμπόνια και η αγανάκτηση, βασικά συναισθήματα σε τέτοιες καταστάσεις,  μπορεί να πάρουν διάφορες μορφές έκφρασης που τα μέσα ενημέρωσης είναι έτοιμα να χειραγωγήσουν τονίζοντας σε κάθε καταστροφή την αλληλεγγύη των ανθρώπων. Η οποία  βέβαια δεν μπορεί να εκφραστεί επί του πεδίου, μόνο από μακριά. Η  αλληλεγγύη των ανθρωπιστικών χειρονομιών είναι μια απάντηση σε ένα έντονο συναίσθημα που μας κάνει ήσυχους θεατές του θανάτου ή του πόνου των άλλων. Κι έτσι κάπως εξηγείται πώς η παγκοσμιοποίηση της πληροφορίας  έχει τονώσει την ανθρωπιστική δράση, όχι ως πολιτική απάντηση σε καταστρεπτικές ανθρώπινες ενέργειες (κυρώσεις στη Συρία) αλλά ως ή μόνη απάντηση του θεατή σε αυτό που γίνεται μακριά απ’ αυτόν.
               Κι ενώ με τον μεγάλο καταστρεπτικό σεισμό των 7,8 της κλίμακας Ρίχτερ και τον επόμενο που ακολούθησε Συρία και Τουρκία μεταξύ ερήμωσης και τρόμου μετρούν τους νεκρούς τους, στη Συρία όμως η φυσική καταστροφή πλήττει μια χώρα ήδη ερειπωμένη. Κι εδώ δεν αρκεί η συμπόνια για τα θύματα του σεισμού, αλλά η διεκδίκηση και  απαίτηση για άρση των κυρώσεων  από τις ΗΠΑ και την Ε.Ε. Χωρίς πρόσθετη βοήθεια, οι δομές αρωγής και υγείας της χώρας δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν την αγωνία της καταστροφής. Για τον πληθυσμό της Συρίας, ήδη πολύ αποδυναμωμένο από τις συνέπειες ένοπλων συγκρούσεων για περισσότερα από 10 χρόνια, αυτός ο σεισμός είναι ένα ακόμα πολύ σκληρό πλήγμα. Η πληγείσα περιοχή στη βορειοδυτική Συρία έχει καταστραφεί, και έχει εξαλειφθεί μεγάλο μέρος των υποδομών, από 12 χρόνια πολέμου και τις κυρώσεις από ΗΠΑ και ΕΕ που συνεχίζονται και παρεμποδίζουν την παροχή βοήθειας στον πολύπαθο συριακό λαό. Υπομένει διπλή τιμωρία ανάλογα με τη θέση του στη σκακιέρα της παγκόσμιας γεωπολιτικής. Και στην Τουρκία οι περιοχές που επλήγησαν κατοικούνται από Κούρδους και από Σύρους πρόσφυγες, πληθυσμούς στο περιθώριο του κρατικού ενδιαφέροντος. Τα περισσότερα από τα σπίτια που κατέρρευσαν, ακόμα και νεόκτιστα, ήταν κακής κατασκευής, ενώ γίνεται λόγος για παράνομες πρακτικές προς όφελος εργολάβων και πολιτικών διαπλοκών.
               Οι φυσικές καταστροφές λοιπόν με τις συνέπειές τους αναδεικνύουν τις μεγάλες κοινωνικές ανισότητες και τις ταξικές διαφορές. Επηρεάζουν δυσανάλογα τις φτωχότερες κοινότητες, καθώς έχουν σχετικά υψηλότερη ευαισθησία στα γεγονότα καταστροφών σε σύγκριση με τις κοινότητες υψηλότερης ανάπτυξης. Οι πληθυσμοί υφίστανται διακρίσεις πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την καταστροφή.
Η φτώχεια θα αυξήσει την ευπάθεια των ανθρώπων στον κίνδυνο και οι καταστροφές θα συνεχίσουν να τροφοδοτούν και να βαθαίνουν τη φτώχεια, σ’ έναν συνεχή κύκλο.  Στις φτωχές χώρες, η πρόληψη των κινδύνων υπάρχει μόνο στα χαρτιά. Δεν υπάρχει ούτε σχέδιο πρόληψης κινδύνων. Γνωρίζουμε καλά ότι σε μια χώρα, οι προνομιούχοι και οι πιο μειονεκτούντες δεν δικαιούνται την ίδια μεταχείριση. Ένας σεισμός, ακόμη και ένας μεγάλος, γίνεται η απόλυτη καταστροφή λόγω της έλλειψης προσαρμοστικών ικανοτήτων αυτών που επηρεάζει. Μια πραγματική καταστροφή συμβαίνει όταν πλήττει έναν μη προνομιούχο πληθυσμό.
Για τους φτωχούς, οι κοινωνικές και οικολογικές ανισότητες μεταφράζονται σε περισσότερα θύματα και μεγαλύτερες υλικές καταστροφές. Η συντριπτική πλειοψηφία ζει σε πολύ εκτεθειμένες περιοχές, υποφέροντας από σκληρή έλλειψη δικτύων ασφάλειας, άναρχη αστική ανάπτυξη. Τις περισσότερες φορές μεγαλύτερο μέρος της άμεσης προσπάθειας βοήθειας διεξάγεται από γείτονες που βοηθούν τους γείτονες, αντί από αρχές όπως η αστυνομία, ο στρατός ή ομάδες βοήθειας. Οι επιζώντες βρίσκουν εφευρετικούς τρόπους για να προμηθευτούν τρόφιμα και να μοιραστούν προμήθειες και συχνά διακινδυνεύουν τη ζωή τους για να σώσουν άλλους.
Η φτώχεια θεωρείται συνήθως σημαντικός παράγοντας για τον προσδιορισμό της ευαισθησίας και της ευπάθειας των νοικοκυριών σε κίνδυνους, επειδή το επίπεδο εισοδήματος των νοικοκυριών καθορίζει τις ικανότητες αντιμετώπισης και προσαρμογής των ατόμων σε καταστάσεις καταστροφών. Η  φτώχεια επιδεινώνει τις αρνητικές επιπτώσεις των καταστροφών στα νοικοκυριά, αυξάνοντας τη σοβαρότητα της υφιστάμενης φτώχειας και την αύξηση του αριθμού των ατόμων που πάσχουν από αυτό.
               Γι’ αυτό και η έκφραση συγκίνησης δεν αρκεί, όταν αυτή κινητοποιεί μόνο ανθρωπιστικές δράσεις άμεσης ανακούφισης και δεν διεκδικεί καλύτερες συνθήκες ζωής για όλους αυτούς τους απελπισμένους από τις φυσικές καταστροφές, που οι πολιτικές επιλογές μιας άρχουσας τάξης κάθε φορά απειλεί να τους καταστήσει απόκληρους της κοινωνίας.