Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2022

«ΜΑΥΡΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ»

 

Εν μέσω ενεργειακής κρίσης κι ενός πολέμου που η κυρίαρχη εξουσία της Δύσης θέλει να μας πείσει για την ηθική του διάσταση  με την υποστήριξη του ηγέτη της Ουκρανίας Β. Ζελένσκι,  η προπαγάνδα της κατανάλωσης συνεχίζει ακάθεκτη να μας προτρέπει να είμαστε χαρούμενοι, ευγενικοί και ξέφρενοι να αγοράζουμε πράγματα που στην πραγματικότητα δεν χρειαζόμαστε. Κι αν πριν από λίγα χρόνια η Black Friday θεωρούνταν πρωταρχικά ως αμερικανικό φαινόμενο, τώρα έχει καθιερωθεί και στη χώρα μας, σχεδόν επιβλήθηκε εν μέσω οικονομικής και τώρα ενεργειακής κρίσης
Μέρες τώρα οι διαφημίσεις για την Black Friday ενορχηστρώνονται έτσι που σχεδόν να πανικοβληθούμε με τη σκέψη ότι κινδυνεύουμε να χάσουμε μια ευκαιρία ευτυχίας αν δεν ενεργήσουμε γρήγορα να σπεύσουμε να αγοράσουμε οτιδήποτε, μόνο και μόνο επειδή προσφέρεται σαν ευκαιρία. Για τον κυρίαρχο λόγο μάλιστα αυτή η ημέρα εκπτώσεων είναι ένα από τα όμορφα παραδείγματα καπιταλισμού στις μέρες μας, γιατί είναι μια μέρα που  οι καρποί της εργασίας μας είναι πιο άφθονοι και διαθέσιμοι για περισσότερους ανθρώπους και όλοι γίνονται πλουσιότεροι. Οι παραγωγοί γίνονται πλουσιότεροι, επειδή περισσότεροι άνθρωποι αγοράζουν τα υπέροχα προϊόντα τους και οι καταναλωτές γίνονται πλουσιότεροι επειδή αποκτούν κάτι που εκτιμούν πολύ, ενώ συγχρόνως  εξοικονομούν χρήματα για κάποιο ακριβό ή νέο προϊόν. Κι έτσι η Black Friday αναδεικνύει το νόημα του καπιταλισμού, που είναι ο αμοιβαίος πλουτισμός όλων.  Εξάλλου, όπου κι αν κοιτάξουμε, οι καπιταλιστές προσπαθούν να μας πείσουν ότι η αγορά πραγμάτων είναι και έκφραση αγάπης. Για να είναι αυτός ένας ακόμα λόγος που εκατομμύρια άνθρωποι της εργατικής τάξης θα αγοράσουν στον εαυτό τους και τα παιδιά τους το νεότερο βιντεοπαιχνίδι ή τηλέφωνο ή αθλητικά παπούτσια.
Κάτι τέτοιες λοιπόν μέρες εκπτώσεων ο κυρίαρχος λόγος προσπαθεί να τις αναδείξει σαν γιορτή των ανθρωπιστικών επιπτώσεων της ελεύθερης αγοράς. Μόνο που στην πραγματικότητα η υπόσχεση για μεγάλα κέρδη δεν αφορά παρά μόνο τους καπιταλιστές και καθόλου τους εργαζόμενους που αναγκάζονται να εργάζονται υπερωρίες, τις οποίες οι περισσότεροι δεν πληρώνονται, με τους μισθούς τους να  συνεχίζουν να είναι πενιχροί. Η Black Friday παραπλανά  μόνο τους φτωχούς και την εργατική τάξη, γιατί οι πλούσιοι δεν χρειάζονται έκπτωση, εφόσον αγοράζουν ό,τι θέλουν ανεξάρτητα από την τιμή. Τέτοιες μέρες όμως επιτρέπεται στους φτωχούς να ζουν το παραμύθι της εξίσωσής τους με τους πλούσιους, επειδή αγόρασαν παρόμοιο iPhone σε προσιτή τιμή. Μόνο που ακόμα κι αν μπορέσουν μια φορά να αγοράσουν ένα ακριβό προϊόν οι εργαζόμενοι θα συνεχίσουν να γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους καπιταλιστές. Τα ψώνια τη Μαύρη Παρασκευή δεν σε κάνουν πιο καπιταλιστή. Ίσως μάλιστα να είναι ένδειξη ότι ανήκεις στην  εργατική τάξη.
 Βέβαια, καθώς η καπιταλιστική οικονομία συνδέεται με την κατανάλωση εμπορευμάτων, οι άνθρωποι αγοράζουν πολλά εμπορεύματα και οι καπιταλιστές προσπαθούν πάντα να δημιουργήσουν επιθυμίες για νέα προϊόντα. Ο καταναλωτισμός τροφοδοτείται από τη συνεχή επανεφεύρεση προϊόντων, όπως τις νέες εκδόσεις iPhone που κυκλοφορούν κάθε χρόνο περίπου, καθώς και από την προγραμματισμένη απαξίωση των προϊόντων, έτσι ώστε να πρέπει πάντα να πηγαίνουμε να αγοράζουμε περισσότερα.
Κι αν όμως ο καταναλωτισμός παίζει κεντρικό ρόλο στον καπιταλισμό όμως δεν τον ορίζει. Άλλωστε αυτό δεν συνέβαινε πάντα σε τέτοιο βαθμό. Γι’ αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι καπιταλιστικές οι χώρες σε περιόδους πολύ χαμηλότερης ατομικής κατανάλωσης, όπως σε καιρό ύφεσης ή πολέμου. Ο σύγχρονος μαζικός καταναλωτισμός εμφανίζεται στη δεκαετία του '50, όταν η αμερικανική πολεμική βιομηχανία δεν παρήγαγε πλέον όπλα σε μαζικότητα όπως την προηγούμενη δεκαετία και έπρεπε να βρει νέα εμπορεύματα για παραγωγή. Από την άλλη η κατεδάφιση της ευρωπαϊκής οικονομίας και βιομηχανίας έκανε τις ΗΠΑ τον κεντρικό παραγωγό για ολόκληρο τον κόσμο. Αυτές οι οικονομικές συνθήκες επέτρεψαν στις ΗΠΑ να παρέχουν υψηλότερο βιοτικό επίπεδο μετά τον πόλεμο. Μια πρόσθετη σκοπιμότητα από αυτά τα υψηλότερα πρότυπα διαβίωσης με την παραγωγή προϊόντων ήταν η απόδειξη ότι αυτή η «ζωή ήταν καλύτερη» στις καπιταλιστικές χώρες, καθώς είχε ξεκινήσει ο ανταγωνισμός του Ψυχρού Πολέμου με τη Σοβιετική Ένωση και τις χώρες του Ανατολικού Μπλοκ.
Επομένως, η ταύτιση καπιταλισμού και καταναλωτισμού δημιουργεί πολλά προβλήματα για όσους ισχυρίζονται ότι πολεμούν εναντίον του. Καταρχάς, σημαίνει ότι όλοι όσοι κάνουν ουρά για φτηνές τηλεοράσεις είναι καπιταλιστές, ανεξάρτητα από τη δουλειά ή τη σχέση τους με την παραγωγή. Εάν ο καπιταλισμός εξισωθεί με τον καταναλωτισμό, η στρατηγική για την καταπολέμηση του καπιταλισμού είναι απλώς να αγοράζει κανείς λιγότερα. Το πρόβλημα βέβαια είναι ότι πρέπει ακόμα να αγοράζουμε για να ζήσουμε, αφού πρέπει να τρώμε, να φοράμε ρούχα κ.λπ. και αυτά τα προϊόντα θα εξακολουθούν να παράγονται από την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης. Επομένως, η λιγότερη κατανάλωση δεν θα εμποδίσει τον καπιταλιστή από το να παράγει ή να κερδοσκοπεί ούτε θα τον σταματήσει από το να πληρώνει πενιχρούς μισθούς στους εργάτες. Η μείωση της κατανάλωσης θα διατηρήσει τις σχέσεις εκμετάλλευσης της παραγωγής. Στην καλύτερη περίπτωση, μπορεί να σημαίνει απλώς ότι ο καπιταλιστής θα έχει λιγότερο κέρδος. Στην πραγματικότητα όμως θα επιδιώξει να βγάλει κέρδος από αλλού μέσω απολύσεων ή πληρώνοντας τους εργάτες του λιγότερο. Και βέβαια η επέκταση σε άλλους τομείς, όπως ο στρατιωτικός τομέας είναι σίγουρη πηγή κέρδους, όταν μάλιστα η κυρίαρχη πολιτική έρχεται αρωγός με την πυροδότηση εχθροπραξιών ή απλώς και απειλών για εχθροπραξίες. 
Εξάλλου, στη λογική της ταύτισης καπιταλισμού και καταναλωτισμού η περιθωριοποίηση ή απόσυρση σε τρόπους ζωής με άρωμα προκαπιταλιστικό μπορεί και να θεωρηθούν επαναστατικοί τρόποι ζωής, ενώ η χρησιμοποίηση προϊόντων τεχνολογίας από κομμουνιστές πολλές φορές χρησιμοποιείται σαν απόδειξη αναίρεσης της ιδεολογίας τους. Μόνο που ο αγώνας δεν είναι για μια κοινωνία χωρίς εξελιγμένα προϊόντα τεχνολογίας, αλλά για μια κοινωνία χωρίς αφεντικά που επωφελούνται από την εργασία των εργαζομένων. Η οργάνωση και η αλληλεγγύη των εργαζομένων που αγωνίζονται υψηλότερους μισθούς ή λιγότερες ώρες εργασίας και καλύτερες εργασιακές συνθήκες καταπολεμά τον καπιταλισμό. Γιατί ο καπιταλισμός είναι στην ουσία η εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης από το κεφάλαιο κι επομένως η καταπολέμηση του καταναλωτισμού δεν ταυτίζεται με την καταπολέμηση του καπιταλισμού, αν και είναι μια έκφανσή του. 
Εν ολίγοις, η επικέντρωση όσων ισχυρίζονται ότι αγωνίζονται εναντίον του συστήματος δεν πρέπει να περιορίζεται στην αλλαγή του τρόπου με τον οποίο οι άνθρωποι καταναλώνουν, αλλά στην αλλαγή του τρόπου οργάνωσης της παραγωγής, όχι για μια κοινωνία χωρίς προϊόντα, αλλά για μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση.

Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2022

ΕΠΙΛΕΚΤΙΚΗ ΑΓΑΝΑΚΤΗΣΗ

Μήνες τώρα, ενώ ο πόλεμος στην Ουκρανία μαίνεται, με τη χώρα μας να εμπλέκεται σ’ αυτόν τόσο ενεργά όσο απαιτεί η πολιτική των ΗΠΑ που χρησιμοποιούν για τις ανάγκες τους  τις διασκορπισμένες ανά την Ελλάδα βάσεις τους, και η ενεργειακή κρίση εξαθλιώνει ακόμα και τμήματα του πληθυσμού που επιβίωσαν από  την προηγούμενη κρίση, στο δημοσιογραφικό και πολιτικό λόγο κυριαρχούν ειδήσεις του αστυνομικού δελτίου. Από την κατηγορούμενη στην Πάτρα για το θάνατο παιδιών της μέχρι τις καταγγελίες για παιδοβιασμούς που τώρα προστέθηκαν και οι καταγγελίες για κακοποιήσεις σε ΜΚΟ προστασίας του παιδιού, δίνεται η εντύπωση πως ο κυρίαρχος λόγος σκοπίμως εξάπτει το θυμικό μας με την παρατεταμένη αλλά φειδωλή πληροφόρηση για όσα ανήκουστα ερευνούν εκ των υστέρων οι δικαστικές αρχές.  
Και η κυβέρνηση Κ. Μητσοτάκη με θεαματικές κινήσεις, όπως η σύγκληση έκτακτης σύσκεψης στο Μέγαρο Μαξίμου σχετικά με τις καταγγελίες για την Κιβωτό του Κόσμου,  διαβεβαιώνει για την απόδοση της δικαιοσύνης. Οι υποκλοπές, το  διπλωματικό φιάσκο με το ταξίδι του υπουργού εξωτερικών Ν. Δένδια στην Λιβύη, οι πομφόλυγες του υπουργού ανάπτυξης Α. Γεωργιάδη για συγκράτηση των τιμών με το καλάθι του νοικοκυριού, οι πλειστηριασμοί  σβήνουν πίσω από  αστυνομικές λεπτομέρειες και συνεχείς επαναλήψεις για θέματα κακοποίησης ανηλίκων που έρχονται στο φως της δημοσιότητας τους τελευταίους μήνες σε τακτά χρονικά διαστήματα. Και τα οποία περιστατικά απομονώνονται από το πολιτικοοικονομικό περιβάλλον και αντιμετωπίζονται αποσπασματικά και μεμονωμένα, χωρίς ν’ αναζητούνται πολιτικές ή οικονομικές διασυνδέσεις που ευνοούν  ή και καλύπτουν τέτοιες δραστηριότητες.
Η λέξη κλειδί που χρησιμοποιεί η κυρίαρχη εξουσία είναι δικαιοσύνη, ενώ η υπόσχεσή της ότι θα αποδοθεί θέλει να περιορίσει τις αμφιβολίες για ευυπόληπτους πολίτες που υπηρετούν την εξουσία, για  να μην επεκταθεί η αμφισβήτηση στο σύνολο της κυρίαρχης τάξης. Μ’ αυτή βέβαια την υπόσχεση γίνεται προσπάθεια να αποκρυφτούν οι συντριπτικές ανισότητες που κρύβονται πίσω από τη φορμαλιστική ισότητα απέναντι του νόμου και το γεγονός ότι ο νόμος βασίζεται στο υφιστάμενο κοινωνικό σύστημα. Κι επειδή η καθαγιασμένη από την αστική κοινωνία δικαιοσύνη χρησιμοποιείται ως επιβεβαίωση της ιδέας ότι όλοι είμαστε ίσοι που συγχωνεύεται με την άλλη ιδέα περί αμεροληψίας της δικαιοσύνης, γι’ αυτό και όταν αποφάσεις δικαστηρίων έρχονται σε αντίθεση με το κοινό περί δικαίου αίσθημα εκπλησσόμαστε ή και οργιζόμαστε. Είναι γιατί η κοινοβουλευτική δημοκρατία και το κράτος δικαίου αντιμετωπίζονται ως  ιδέες υφασμένες στον ιστό του σύμπαντος, ενώ τίποτε μυστηριώδες ή αιώνιο δεν υπάρχει ούτε στην απονομή της αστικής δικαιοσύνη ούτε στη σύνδεσή της με την κυρίαρχη τάξη, αφού τα συμφέροντά της υπερασπίζεται.
        Κι αυτό γίνεται ξεκάθαρο στους πλειστηριασμούς, οι οποίοι γίνονται νομίμως με δικαστικές αποφάσεις. Στο όνομα του νόμου η δικαιοσύνη επιτρέπει οικονομικές ληστείες και αναλαμβάνει το καθήκον της υπεράσπισης του αστικού πλούτου, δίνοντας το δικαίωμα στον καπιταλιστή να ιδιοποιηθεί την υπεραξία που παράγεται από την μισθωτή  εργασία.
Γι’ αυτό, κάποιες πράξεις που οδηγούν στις ίδιες κοινωνικά επιζήμιες συνέπειες και προκαλούν αποστροφή και αγανάκτηση εκ μέρους των μεγάλων μαζών μεθοδεύονται από την κυρίαρχη τάξη να γίνονται δεκτές με αδιάφορο τρόπο. Όταν λοιπόν μια ορισμένη συμπεριφορά απειλεί την ψυχική ή σωματική υγεία άλλων ανθρώπων δεν θα πρέπει πάντα να προκαλεί κοινωνική αγανάκτηση, στην περίπτωση που  φέρνει οφέλη στις κυρίαρχες τάξεις και δεν θα πρέπει να προκαλεί αγανάκτηση και καταδίκη εφόσον δηλώνεται ότι είναι σύμφωνη με το νόμο.    
      Όπως σήμερα στην Αθήνα, στου Ζωγράφου, ότι εφαρμόζει τον νόμο δήλωνε αναίσχυντα και απαγόρευε στη γυναίκα ακόμα και το παλτό της να πάρει  ο δικαστικός επιμελητής, που μαζί με την αστυνομία έσπασαν την πόρτα διαμερίσματος της συνταξιούχου Ι. Κολοβού για να την βγάλει έξω ξημερώματα. Αυτή η συμπεριφορά δεν θεωρείται ότι  αντιβαίνει στις αρχές του δικαίου, είναι σύμφωνη με τον νόμο και ως εκ τούτου αστυνομικοί, δικαστικοί επιμελητές, θεωρούνται αξιοπρεπείς άνθρωποι, που δεν μπορούν να αποτελούν αντικείμενο αγανάκτησης.  
      Μήνες τώρα κινούμαστε από όψιμους ηθικολόγους της κυρίαρχης τάξης μεταξύ φρίκης και αγανάκτησης, απελπισμένοι που ο κόσμος είναι φρικτός και απαράδεκτος κραυγάζοντας για αυστηροποίηση των ποινών και βουλιάζοντας στον βούρκο εξοργιστικών λεπτομερειών, χάνοντας από το οπτικό μας πεδίο το υπόβαθρο που ευνοεί και διαιωνίζει τέτοιες συμπεριφορές. Αναδιανομή της αγανάκτησης και της μιζέριας με τα περιστατικά κακοποίησης ανηλίκων δίνουν ευκαιρία  στους κυβερνώντες να παρουσιάζονται ως τροπαιοφόροι που σκοτώνουν τα τέρατα της διαφθοράς και ανηθικότητας. Και επιπλέον, πολλούς ανήμπορους μοιάζει να παρηγορεί η ατομική προσπάθεια  που ανακουφίζει τη φτώχεια και τον πόνο και η επάνοδος  στο προσκήνιο της φιλανθρωπίας, αποκτώντας κύρος μεγαλύτερο όταν ενδύεται με ράσο. Μια φιλανθρωπία όμως που δεν σημαίνει επιστροφή στην αλληλεγγύη, πολύ περισσότερο την ταξική, αλλά διανομή από τα αποφάγια της κυρίαρχης τάξης ή μετατροπή της σε κερδοφόρες μπίζνες, πολλές φορές ανταγωνιστικές μεταξύ τους,  για να γίνεται αποδεκτός ο πιο άγριος καπιταλισμός. Και κάπως έτσι, αναζητώντας μέσα σε μια κοινωνική έρημο άγιους ή σωτήρες εδραιώνουμε την μοιρολατρική αποδοχή της πραγματικότητας.  
Η σημερινή όμως αντίδραση πλήθους ανθρώπων για να αποτρέψουν την έξωση από το σπίτι της συνταξιούχου είναι το ελπιδοφόρο μήνυμα για αγώνες με ταξικό πρόσημο και συλλογικές προσδοκίες.  
 

 

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2022

Ο ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΑΣ ΤΟΥ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΑΝΤΟΣ


Η επιτήρηση και παρακολούθηση των πολιτών αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο των κυβερνητικών πρακτικών σε διάφορους τομείς. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι με την τεχνολογική ανάπτυξη  η επιτήρηση είναι πλήρης, ότι έχει φτάσει σε ένα επίπεδο που δεν ήταν γνωστό στην ιστορία του ανθρώπου. Ομοίως, ο όγκος των δεδομένων που συλλέγονται, υποβάλλονται σε επεξεργασία  και διασυνδέονται σε γιγάντιους διακομιστές είναι δυσανάλογα τεράστιος με αυτόν που θα μπορούσαν να κάνουν οι παλιομοδίτικες κλασικές υπηρεσίες πληροφοριών. Αυτό πετυχαίνονταν με κόπο και με πολύ υψηλό κόστος για την κοινωνία, η οποία το βίωνε άμεσα, γιατί  χρειάζονταν ένας στρατός πληροφοριοδοτών και  πληρωμένων κατασκόπων, οι οποίοι βέβαια είχαν ανθρώπινες αντιδράσεις. Οι νέες όμως  πληροφορίες που συλλέγονται από την ηλεκτρονική παρακολούθηση είναι ένας θησαυρός, γιατί μπορούν να χρησιμοποιηθούν για πολλαπλές χρήσεις και  να συλλεχθούν με πολλαπλούς τρόπους, χωρίς άμεση εμπλοκή του ανθρώπινου παράγοντα. Είναι λοιπόν προφανές ότι τόσο οι κρατικές υπηρεσίες ασφαλείας όσο και οι εμπορικές εταιρείες δεν πρόκειται ν’  αφήσουν ανεκμετάλλευτο ένα τέτοιο δώρο της τεχνολογίας. Οι μεν πρώτες για εντοπισμό επικίνδυνων για το σύστημα ατόμων, οι μεν δεύτερες για να δελεάσουν και αποπλανήσουν πιθανούς πελάτες και αμφότερες βέβαια χρησιμοποιώντας την τεχνολογία  στα πλαίσια των ανταγωνιστικών πρακτικών.
Το αστικό κράτος, που έχει οικοδομήσει τη νομιμότητά του μεταπολεμικά  στην παροχή δημόσιας ασφάλειας στους πολίτες του, σταδιακά έχει γίνει ανίκανο να παρέχει αυτή τη συγκεκριμένη μορφή ασφάλειας η οποία πήρε μορφή, μετά από αγωνιστικές κινητοποιήσεις  των εργαζομένων, ως  κράτος πρόνοιας. Το κράτος πρόνοιας αφορά την  ασφάλεια απασχόλησης, την υγεία, την εκπαίδευση ίσης ποιότητας για όλους. Την τελευταία όμως εικοσαετία η έννοια της λέξης ασφάλεια περιορίστηκε σε προστασία από πολλαπλούς κινδύνους που στοχεύουν στη σωματική ακεραιότητα ή την ατομική περιουσία, και απειλούνται από παντός είδους τρομοκράτες, νομιμοποιώντας τη δυνατότητα πραγματικής κρατικής δράσης με τις δυνάμεις ασφαλείας και καταστολής. 
Καθώς μάλιστα η πολιτική διακυβέρνηση στην αστική μας δημοκρατία έχει θεσμοθετήσει  την ασφάλεια της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, δηλ.  την υπεράσπιση των πλούσιων έναντι των φτωχών, όλα τα όργανα διοίκησης και όλοι οι θεσμοί υπάρχουν για να προστατεύουν αυτούς που έχουν πλούτη από αυτούς που δεν έχουν. Γι’ αυτό και κάθε υποσχόμενη μεταρρύθμιση των πιο κατάφωρων πρακτικών αστυνόμευσης χωρίς να αντιμετωπιστεί και η οικονομική ανισότητα θα έχει ως αποτέλεσμα μόνο μια περιορισμένη και προσωρινή μορφή λογοδοσίας, και όσο η υπάρχει η πίεση του λαϊκού παράγοντα.
Ήδη βιώνουμε την κοινωνία της επιτήρησης και το κράτος της αστυνόμευσης, παρόλο που χρησιμοποιούνται άπειρες δικαιολογίες γι’ αυτό και  επιστρατεύεται και η γλώσσα για να το καλύψει, όπως π.χ  να ονομάζονται οι κάμερες παρακολούθησης, κάμερες ασφαλείας. Καθώς οι τεχνολογίες επιτήρησης ατόμων έχουν διεισδύσει, λίγο σαν τριχοειδή αγγεία, σε ολόκληρο τον ιστό της καθημερινότητάς μας από τον οποίο δεν θα μπορούσαν να εξαχθούν χωρίς να προκαλέσουν σημαντικά κενά για την επίτευξη των πιο στοιχειωδών, πιο συνηθισμένων πράξεων μας, η χρησιμοποίησή τους για έλεγχο και επιτήρηση αντιμετωπίζεται ως παράπλευρη απώλεια αλλά ελεγχόμενη.  Και νομοθετούν σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο περιορισμούς ή προϋποθέσεις χρησιμοποίησης τους, με τις ανάλογες πάντα εξαιρέσεις ή αδυναμίες εφαρμογής τους.
Είναι που πιστεύουμε ότι  οι δημοκρατίες μας εγγυώνται τις ελευθερίες μας χάρη στην ύπαρξη ενός σταθερού θεσμικού πλαισίου, ακόμα και στην ύπαρξη μιας δημοκρατικής αστυνομίας που λογοδοτεί. Στην πραγματικότητα όμως  ούτε η ασφάλεια μας ούτε οι ελευθερίες μας είναι εγγυημένες. Το παράδειγμα της δίωξης του σκηνοθέτη  Δ. Ινδαρέ με διάτρητες κατηγορίες της αστυνομίας δεν είναι το μοναδικό και ούτε βέβαια το σκάνδαλο των υποκλοπών της κυβέρνησης Κ. Μητσοτάκη,  με τα παρακλάδια του που αποκαλύπτονται, αποτελεί εξαίρεση, όταν θεσμικά με ένα σύνολο νόμων αναγνωρίζεται η δυνατότητα παροχής πρόσβασης από τις υπηρεσίες πληροφοριών σε δεδομένα σύνδεσης σε πραγματικό χρόνο.
Κι αν μήνες τώρα σέρνεται το σκάνδαλο των υποκλοπών, με τα ΜΜΕ στην πλειοψηφία τους να το υποβαθμίζουν και ν’ αναγκάζονται ν’ ασχοληθούν όταν το συγκρότημα Μαρινάκη για δικούς του ιδιοτελείς λόγους το διατηρεί στο προσκήνιο με νέες αποκαλύψεις που συμπληρώνουν εκείνες του δημοσιογράφου Κ. Βαξεβάνη, είναι γιατί πιθανόν θα πρέπει η κυρίαρχη εξουσία να μεθοδεύσει τη διάδοχη κατάσταση που την  ευνοεί. 
Η   πολιτική δεν είναι απλώς ένα  παιχνίδι, δεν είναι θέαμα, ακόμα κι αν χρησιμοποιούνται θεατρικές εκφράσεις, σενάρια αφήγησης, ενδιαφέρουσες εικόνες, με τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης να συμμετέχουν στη δημιουργία αυτού το θεάματος, προωθώντας συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης, ενώ προσποιούνται ότι ενημερώνουν και υπηρετούν την αντικειμενικότητα, παράγοντας κενές λέξεις και άσκοπες αναλύσεις.
Και στην Ε.Ε και στη χώρα μας έχει κυριαρχήσει η πολιτική των μέσων επικοινωνίας, η πολιτική θέαμα, με τους πολιτικούς να απεκδύονται του ρόλου τους και να αποκαλύπτονται με τη συμπεριφορά τους ως διαχειριστές καταστάσεων που αποδίδονται σε εξωγενείς αόριστους παράγοντες ή σε προσωπικές επιλογές. Επομένως, η επικέντρωση αποκλειστικά  στην ανεπάρκεια ή την ψυχοσύνθεση του πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη σε αναζήτηση των αιτιών για τις παρακολουθήσεις στην πραγματικότητα συσκοτίζει αν δεν αθωώνει κίνητρα και σκοπιμότητες της πολιτικής της κυρίαρχης τάξης.
Στην πολιτική διακυβεύεται μια τεράστια δύναμη από την οποία εξαρτάται το μέλλον των κοινωνιών μας, και γι’ αυτό δεν μπορούμε να αναμένουμε σωτήρες ή  να είμαστε θεατές της. Εμείς είμαστε καθοριστικοί παράγοντες της, αποφασίζοντας ποιες πρέπει να είναι οι  αυριανές μάχες μας.