Πέμπτη 30 Απριλίου 2015

ΠΑΝΤΟΥ Η ΤΑΞΙΚΗ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ



Ο Δημήτρης Στρατούλης, αναπληρωτής υπουργός Κοινωνικής Ασφάλισης, απέδωσε σε τεχνικό πρόβλημα με το σύστημα διατραπεζικών συναλλαγών την αιτία της καθυστέρησης στην καταβολή συντάξεων του μηνός Μαίου, ενώ η  αγωνία των συνταξιούχων έγινε φανερή από τις ουρές που δημιουργήθηκαν το πρωί έξω από τις τράπεζες για να ελέγξουν τους τραπεζικούς τους λογαριασμούς. Και ήταν αυτό  ένα δείγμα για το πώς οι  οικονομικές συνθήκες της ζωής θέτουν τη σφραγίδα τους στην ψυχολογία και ιδεολογία μας, για το πώς ο στενός πολιτικός μας ορίζοντας μας κάνει να ενδίδουμε εύκολα στη δημαγωγία της αστικής τάξης. Και ο ΣΥΡΙΖΑ μέρα τη μέρα αποκαλύπτει πόσο καλά ξέρει να τη χειρίζεται.
Η σημερινή κρίση εκδηλώνεται σαν απογοήτευση στις ελπίδες και γι’ αυτό η  απελευθέρωση απ' τις αυταπάτες  θα έρθει μόνο αν αφήσουμε το πεδίο των απλών διαθέσεων και φτάσουμε στη γνώση. Η οικονομική κρίση που βιώνουμε δεν είναι παρά το αποτέλεσμα της ταξικής σύγκρουσης ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία. Η παρουσίαση όμως της κατάστασης απλώς σαν μιας εξαιρετικά περιπλεγμένης οικονομικής δομής  αφαιρεί τη δυνατότητα από τις υποτελείς τάξεις να την κατανοήσουν περιορίζοντας την πολιτική τους ωριμότητα και μηδενίζοντας την ταξική τους συνείδηση. Για να καταλήξουμε να δεχτούμε τον «έντιμο συμβιβασμό» που προαναγγέλλει ο πρωθυπουργός Α. Τσίπρας, για να μπορούν να πληρώνονται οι μισθοί και οι συντάξεις –αλλιώς πώς θα επιβιώσουμε, αφού τίποτε δεν μπορούμε να ελέγξουμε και να αλλάξουμε;
Κι όμως τίποτε από όλα αυτά δεν είναι καινούργια.
«Τα ξεχωριστά  άτομα διαμορφώνουν μια τάξη μονάχα εφόσον έχουν  να διεξάγουν ένα κοινό αγώνα εναντίον μιας άλλης τάξης, αλλιώς βρίσκονται σε εχθρική κατάσταση ανάμεσά τους όντας ανταγωνιστές. Από την άλλη μεριά η τάξη με τη σειρά της αποκτάει μιαν ανεξάρτητη ύπαρξη και απέναντι στα άτομα, έτσι που  τα τελευταία βρίσκουν τους όρους της ύπαρξής τους προδιαγραμμένους, και επομένως η θέση τους στη ζωή και η προσωπική τους εξέλιξη έχουν προσδιοριστεί από την τάξη τους, έχουν υποταχθεί σ’  αυτήν. Πρόκειται για το ίδιο φαινόμενο όπως και στην υποταγή των ξεχωριστών ατόμων στον καταμερισμό της εργασίας και μπορεί να εξαλειφθεί μονάχα με την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας και της ίδιας της εργασίας. Εχουμε κιόλας δείξει πολλές φορές πως αυτή η υποταγή ατόμων στην τάξη τους φέρνει μαζί της την υποταγή τους σε κάθε είδους ιδέες κλπ (…)
 Η μετατροπή μέσω του καταμερισμού της εργασίας, των προσωπικών δυνάμεων (σχέσεων) σε αντικειμενικές, δε μπορεί να ματαιωθεί επειδή θα διώχναμε αυτή τη γενική ιδέα από το μυαλό μας, αλλά μονάχα αν τα άτομα υποτάξουν πάλι αυτές τις αντικειμενικές δυνάμεις και καταργήσουν τον καταμερισμό της εργασίας. Αυτό δεν είναι δυνατό χωρίς την κοινότητα. Μονάχα σε μια κοινότητα μαζί με άλλους έχει  κάθε άτομο τα μέσα να καλλιεργήσει τις ικανότητές του προς όλες τις κατευθύνσεις. Μόνο μέσα στην κοινότητα, επομένως, είναι δυνατή η προσωπική ελευθερία. Στα προηγούμενα υποκατάστατα της κοινότητας, στο κράτος κλπ. προσωπική  ελευθερία υπήρχε μονάχα για τα άτομα που αναπτύσσονταν μέσα στις σχέσεις της κυρίαρχης τάξης, και μονάχα στο βαθμό που ήταν άτομα αυτής της τάξης. Η απατηλή κοινότητα, που σ’  αυτήν έχουν ως τώρα συνενωθεί τα άτομα, έπαιρνε πάντοτε μιαν ανεξάρτητη ύπαρξη σε σχέση μ’  αυτά, και ταυτόχρονα, μια και ήταν η συνένωση μιας τάξης εναντίον μιας άλλης, ήταν όχι μόνο μια τελείως απατηλή κοινότητα, αλλά επίσης και ένα εμπόδιο. Στην πραγματική κοινότητα τα άτομα αποκτούν την ελευθερία τους στην ένωση τους και διαμέσου της ένωσής τους.  
Τα άτομα έχουν πάντοτε ξεκινήσει από τον εαυτό τους, αλλά φυσικά από τον εαυτό τους μέσα στις δεδομένες τους ιστορικές συνθήκες και σχέσεις και όχι από το «καθαρό» άτομο, όπως το  εννοούν οι ιδεολόγοι. Αλλά στην πορεία της ιστορικής εξέλιξης, και ειδικά με το αναπόφευκτο γεγονός ότι στον καταμερισμό της εργασίας οι κοινωνικές σχέσεις παίρνουν μιαν ανεξάρτητη ύπαρξη, εμφανίζεται μια διαφορά  στη ζωή  κάθε ατόμου, στο βαθμό που αυτή είναι προσωπική και στο βαθμό που υποτάσσεται σε κάποιο κλάδο εργασίας και στους όρους που ανήκουν σ’  αυτόν. (Δεν εννοούμε  μ’  αυτό ότι ο εισοδηματίας, ο καπιταλιστής λ.χ. παύουν να είναι πρόσωπα, αλλά ότι η προσωπικότητά τους προσδιορίζεται και καθορίζεται από εντελώς ορισμένες ταξικές σχέσεις και η διαφορά εμφανίζεται μονάχα στην αντιπαράθεσή τους με μιας άλλη τάξη και για τους εαυτούς τους, μονάχα όταν χρεωκοπούν). Μέσα στην κλειστή τάξη (κι ακόμα περισσότερο στη φυλή) αυτό είναι ακόμα κρυμμένο: λόγου χάρη ένας ευγενής παραμένει πάντοτε ένας ευγενής, ένας κοινός άνθρωπος πάντα ένας κοινός άνθρωπος, έξω από τις άλλες του σχέσεις, μια ιδιότητα αξεχώριστη από την ατομικότητά του. Η διαφορά ανάμεσα στο προσωπικό και το ταξικό άτομο, ο τυχαίος χαρακτήρας των όρων ζωής για το άτομο, παρουσιάζεται μονάχα με την εμφάνιση της τάξης, που είναι η ίδια ένα  προϊόν της αστικής τάξης. Αυτός το τυχαίος χαρακτήρας γεννιέται  και αναπτύσσεται μονάχα από τον συναγωνισμό και τον αγώνα  των ατόμων ανάμεσά τους. Ετσι μέσα στη φαντασία τους τα άτομα  μοιάζουν πιο ελεύθερα κάτω από την κυριαρχία της αστικής τάξης από ό,τι προηγούμενα, διότι οι όροι της ζωής τους μοιάζουν τυχαίοι. Στην πραγματικότητα βέβαια είναι λιγότερο ελεύθερα, διότι είναι περισσότερο υποταγμένα στη δύναμη των πραγμάτων. Η διαφορά από την κλειστή τάξη φαίνεται ιδιαίτερα στον ανταγωνισμό  ανάμεσα στην αστική τάξη και το προλεταριάτο. Όταν η κλειστή τάξη των αστών  των πόλεων, οι συντεχνίες κλπ.  ήρθαν σε αντίθεση με τους ευγενείς γαιοκτήμονες, οι όροι ύπαρξής τους –κινητή ιδιοκτησία και χειροτεχνική εργασία, που είχαν ήδη υπάρξει σε λανθάνουσα κατάσταση πριν από τον αποχωρισμό τους από τα φεουδαρχικά δεσμά- παρουσιάστηκαν σαν κάτι το θετικό που διεκδικούνταν εναντίον της φεουδαρχικής γαιοκτησίας, και έτσι, με το δικό τους τρόπο πήραν αρχικά μια φεουδαρχική μορφή. (…)
               Για τους προλετάριους από την άλλη μεριά ο όρος της ύπαρξης τους, η εργασία, και μαζί μ’  αυτήν όλοι οι όροι ύπαρξης της σύγχρονης κοινωνίας, έχουν γίνει γι’  αυτούς κάτι το τυχαίο, κάτι που αυτοί, σαν ξεχωριστοί προλετάριοι, δε μπορούν να το ελέγχουν, και που καμιά κοινωνική οργάνωση δεν μπορεί να  τους δώσει μια τέτοια δυνατότητα έλεγχου. Η αντίθεση ανάμεσα στην προσωπικότητα κάθε ξεχωριστού προλετάριου και στους όρους ζωής που  επιβάλλονται πάνω του, δηλ. στην εργασία, γίνεται φανερή σ’  αυτόν τον ίδιον, γιατί έχει θυσιαστεί από τα νεανικά του χρόνια και μέσα στα πλαίσια της τάξης, δε θα έχει ποτέ την πιθανότητα να φτάσει στους όρους που  θα του επέτρεπαν να περάσει στην άλλη τάξη(Κ. Μαρξ, “H  Γερμανική ιδεολογία, εκδ. Gutenberg)

Παρασκευή 24 Απριλίου 2015

ΑΡΙΣΤΕΡΕΣ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΙΣ



Κατά τη  δημοσκόπηση της Marc για λογαριασμό του  Alpha γύρω στις  19/3, το 70,7% του εκλογικού σώματος  ζητά έντιμο συμβιβασμό με τους εταίρους  απορρίπτοντας την οριστική ρήξη, ενώ ένα ποσοστό του 62,1% τάσσεται υπέρ της παραμονής στο ευρώ ακόμα και με μνημονιακά μέτρα. Δέκα μέρες μετά στη Δημοσκόπηση για λογαριασμό του ΣΚΑΙ από το Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο του Πανεπιστημίου Μακεδονίας  ένα 42,5% του πληθυσμού φοβάται την έξοδο της χώρας από την ευρωζώνη. Κι αν είναι ενδιαφέρουσες αυτές οι δημοσκοπήσεις  είναι που μοιάζει να αντικατοπτρίζουν την κοινωνική θέση μεγάλου μέρους του εκλογικού σώματος που μετά το μνημόνιο άλλαξε το χάρτη της πολιτικής πλεύσης του προς τα …αριστερά και στους οποίους απευθύνεται όλη αυτή η επικοινωνιακή πολιτική της κυβέρνησης  ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ σχετικά με τις διαπραγματεύσεις που γίνονται με τους «εταίρους».
 Η ελπίδα για κοινωνική ανέλιξη που στα χρόνια της μεταπολίτευσης, όταν η κοινωνική κινητικότητα θεωρούνταν πραγματικότητα, έγινε αιτία να μεταβάλουμε εικόνα για τους συνανθρώπους μας, του ίδιους τους εαυτούς μας αλλά και για την πολιτική. Κι ενώ στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης η μετάβαση από τη μια κοινωνική θέση στην άλλη θεωρούνταν ότι προϋποθέτει  ριζικές αλλαγές σε ένα ευρύ πεδίο δραστηριοτήτων και ιδιαίτερα  ουσιαστικές αλλαγές στον πολιτικό προσανατολισμό, με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία σαν  όλα να ισοπεδώθηκαν. Οι πολιτικές διαφορές που χώριζαν τα διάφορα κοινωνικά στρώματα και τις ομάδες συμφερόντων, για κοινωνικές τάξεις δεν γίνεται καν λόγος,  πιστέψαμε ότι εκμηδενίζονται. Οι κοινωνικές μετακινήσεις έμοιαζε να απαιτούν μερικές επουσιώδεις μόνο προσαρμογές που αφορούν ένα περιορισμένο κύκλο δραστηριοτήτων όπως την αλλαγή του κόμματος ή της στάσεως του απέναντι σε ορισμένα κυβερνητικά μέτρα ή την αισθητική του. Και όλοι πιστέψαμε πως ανήκουμε ή τουλάχιστον υπάρχει η δυνατότητα να ενταχτούμε σ’  αυτήν την περίφημη μεσαία τάξη, που επαίρεται πως το σύστημα σ’  αυτήν στηρίζεται και πιστεύει στη δύναμή της να το βελτιώνει προς όφελός της.  Μέχρι που η ταξική σύγκρουση βγήκε στο προσκήνιο απροκάλυπτα.
¨Ολοι όμως οι μικρομεσαίοι, εκπαιδευμένοι χρόνια ολόκληρα να μην  αναγνωρίζουμε ταξικές συγκρούσεις και να περιμένουμε με συμβιβασμούς  και διαπραγματεύσεις βελτίωση της κοινωνικής μας θέσης, πιστέψαμε, αφού μας βόλευε, πως όλα θα άλλαζαν με τραγούδια ή χάππενιγκ όπως  υποσχέθηκε η για πρώτη φορά κυβέρνηση της Αριστεράς. Η διάκριση κεφαλαίου και προλεταριάτου δεν θεωρείται απ’  αυτήν την αριστερά  γενική αρχή εξηγήσεων των κοινωνικών φαινομένων και συνεχίζεται να υποστηρίζεται πως  υπάρχει πολιτική επικοινωνία ανάμεσα στο κεφάλαιο και το προλεταριάτο που εδράζεται στην αρχή του διαλόγου και της διαπραγμάτευσης. Κι έτσι εύκολα πιστέψαμε πως η έξοδος από μνημόνια και αποδεσμεύσεις από τρόικες θα είναι αποτέλεσμα μιας μαγικής επιχείρησης κάποιας φιλικής συνεννόησης αρκεί να έχουμε εμείς την επιθυμία. Είναι που αρνούμαστε να αναζητήσουμε ερμηνεία της διαμορφωμένης πολιτικοοικονομικής κατάστασης στα ταξικά συμφέροντα και την εκμετάλλευσή μας από την κυρίαρχη τάξη. Θεωρώντας ατομικές τις ευθύνες για την εξαθλίωση της κοινωνίας, το πολύ πολύ μια συνέπεια ανεπιθύμητης του προγράμματος που εφαρμόστηκε, δεν σκεφτήκαμε πως δεν εξαθλιώνει κανείς μια κοινωνία αν δεν είναι αποφασισμένος από την αρχή, δηλ. από την ίδια τη διατύπωση του προγράμματος να ξεπεράσει όλα τα εμπόδια που θα το απότρεπαν. Γι’  αυτό κι  ανάμεσα στον εκμεταλλευόμενο και στην κυρίαρχη εξουσία μεσολαβούν ένα πλήθος από καθηγητές, δημοσιογράφοι, πολιτικοί κλπ. ώστε ο αποπροσανατολισμός μέσα από διαδικασίες εσωτερίκευσης της κυρίαρχης ιδεολογίας για ελάφρυνση της  εκμετάλλευσης να επιτρέπει την κυρίαρχη τάξη να πείσει  για την ενοποίηση των δυο κόσμων, εκμεταλλευτών και εκμεταλλευομένων, δίνοντας την ευκαιρία στους τελευταίους να ονειρεύονται ότι θα πετύχουν να εγκατασταθούν στη θέση αυτών που τους εκμεταλλεύονται.
Και η για πρώτη φορά κυβέρνηση της αριστεράς τροφοδοτεί με το λόγο της  αυτό το όνειρο, επικαλούμενη όμως  συνεχώς τη λογική της κυρίαρχης εξουσίας, ακολουθώντας τις  σίγουρες αξίες της, τις δοκιμασμένες, γερές και  κατεστημένες και βλέποντας  με την δική της οπτική της. Αποδίδεται ότι για όλα φταίει η επικράτηση, ιδεολογική και πολιτική, του νεοφιλελευθερισμού και των συντηρητικών δυνάμεων στην Ευρώπη  κι έχει μείνει χωρίς πολιτική αποδίδοντας στον νεοφιλελευθερισμό  τη διαμόρφωση θεσμών  και καταστάσεων κομμένων και ραμμένες στα μέτρα του και όχι βέβαια στον ίδιο τον καπιταλισμό.
 Οι μάχες μοιάζει να δίνονται στο πεδίο της κουλτούρας, των αξιών, την τεχνικής κλπ. Κι εστιάζουμε σ’  αυτά το ενδιαφέρον μας και σε μια αξιοπρέπεια της «ανθρώπινης προσωπικότητας». Ακολουθούμε την κυρίαρχη εξουσία  στο επίπεδο της αφηρημένης γενικότητας και πιστεύουμε ότι μπορούμε να ζήσουμε όλοι συμφιλιωμένοι, ακόμα κι αν μας παίρνουν το πιάτο από μπροστά μας. Γιατί η κυρίαρχη ιδεολογία  έχει  εισχωρήσει μέσα μας με όλες τις μορφές σκέψης. Κι ενώ εξαθλιωνόμαστε συνεχίζουμε να θεωρούμε πως η ζωή μας δεν αξίζει ίδια με της κυρίαρχης τάξης, γι’  αυτό η ματιά της μας κεραυνοβολεί, μας ακινητοποιεί, η φωνή της μας απολιθώνει.  Στον ναρκισσιστικό της μονόλογο η αστική τάξη με το ενδιάμεσο των πανεπιστημίων της  και των ΜΜΕ έχει ριζώσει παντού στο μυαλό μας την ιδέα πως οι αξίες της  παραμένουν αιώνιες παρόλα τα λάθη που καταλογίζονται στους ανθρώπους. Δεχόμαστε τη βασιμότητα αυτών των αξιών και μέσα στη σκέψη μας υπάρχει μια άγρυπνη φρουρά επιφορτισμένη να τις  υπερασπίζει. Και τι γίνεται  τώρα που  αυτές οι αξίες φαίνονται άχρηστες, γιατί πια δεν αφορούν τον συγκεκριμένο αγώνα επιβίωσής μας; Πιστεύοντας σε μια κοινωνία ατόμων κλειδωνόμαστε στην υποκειμενικότητά μας, και ενοχοποιούμε το κάθε άτομο χωριστά. Κι έτσι δεν οργανώνεται κανένας μαζικός  αγώνας κι ούτε οι μορφές οργάνωσης προσφέρουν άλλο λεξιλόγιο κι άλλη οπτική. Κάναμε δικές μας τις μορφές σκέψης της κυρίαρχης τάξης.
Και γι’  αυτό θεωρεί  αρκετά εύκολο και η  για πρώτη φορά κυβέρνηση της αριστεράς, ακολουθώντας την ίδια επικοινωνιακή πολιτική που στηρίζεται στο φόβο με τις προηγούμενες κυβερνήσεις κι αφήνοντας  να αιωρείται σαν απειλή  η στάση πληρωμών σε περίπτωση ρήξης με την ΕΕ, να κάνει αποδεκτή την όποια συμφωνία ανακοινωθεί χωρίς να προκαλέσει αντιδράσεις. Και επομένως φοβίζει η ύπαρξη του Κομμουνιστικού Κόμματος  Ελλάδος και οι πρωτοβουλίες που παίρνει στη βάση της ταξικής σύγκρουσης κεφαλαίου –εργασίας, γιατί ακριβώς στρέφονται στην αιτία όλων τον καπιταλιστικό τρόπο οργάνωσης της παραγωγής.

Παρασκευή 17 Απριλίου 2015

ΣΚΟΡΠΙΑ ΛΟΓΙΑ



Και νιώθουμε πως υποφέρουμε από την αδικία και πόσοι από τους δυστυχισμένους δεν  καταφεύγουμε σ’ αυτόν που θεωρούμε μεγάλο κριτή, πέρα από την απτή πραγματικότητα, για να μας παρηγορήσει –όλες αυτές τις μέρες των παθών και της ανάστασης. Και πώς αλλιώς να παρηγορηθούν οι απόκληροι της κοινωνίας, οι παραμελημένοι, οι απόκοσμοι και δυστυχείς, οι καταφρονεμένοι και ψυχικά συντετριμμένοι; Οι ψαλμοί της απελπισίας και της παρηγοριάς σαν να είναι γραμμένοι για μας. Γιατί δεν έχουμε την αίσθηση της δικαιοσύνης  παρά μόνο σε συνάρτηση με τα δικά μας συμφέροντα.
  Η πείρα αυτών των χρόνων καταρράκωσε το κύρος όλων αυτών των ανθρώπων που θεωρούνταν πρωτοπόροι, ταγοί, αξιοζήλευτοι, πετυχημένοι κλπ. που φιλοδοξούσαν και τους το επιτρέπαμε να μας κατευθύνουν. Κι όμως ακόμα μοιάζει σαν να μην έχουν χρεοκοπήσει στη συνείδησή μας κι εμείς να μην έχουμε καμιά διάθεση να αναθεωρήσουμε  τις λανθασμένες απόψεις που είχαμε σχηματίσει γι’ αυτούς. Κι αν δηλητηριάστηκε η εμπιστοσύνη μας σ’ αυτούς και τις απόψεις τους δεν μας περνά από το μυαλό πως και η δική μας σκέψη συνεχίζει να γιομίζει ακόμα με την κούφια ρητορική τους, με τις ίδιες λέξεις που χρόνια τώρα μας ξεγελούσαν, ικανοποιημένοι κι εμείς με την ευμάρειά μας. Κι είναι αυτές τα εννιά δέκατα της διάνοιάς μας για να μη μείνει αδειανή. Γιατί το κενό τρελαίνει, το αποστρεφόμαστε, αλλά συγχρόνως σαν ν’  αρνιόμαστε και να μάθουμε. Ανίκανοι να ταξινομήσουμε όλα αυτά που μας συμβαίνουν, όλο αυτό το απόσταγμα της πραγματικότητας που βιώνουμε πολλοί από μας τόσο τραγικά. Και ψάχνουμε κι αναζητούμε ακόμα αυτόν που θα μπορούσαμε να πιστέψουμε, που θα βλέπει καθαρά και θα ανοίξει νέο δρόμο και μείς απλώς θα παρακολουθούμε, θεατές ιστορικών συμβάντων. Και μια εκπτώχευση ακόμα κι αυτής της αυταπάτης είναι η προσπάθεια του υπουργού επικρατείας Α. Φλαμπουράρη με δηλώσεις για τον Α. Τσίπρα ότι ««έχει εξελιχθεί τόσο πολύ, έχει τέτοιες ικανότητες που όλοι τον συμβουλευόμαστε. Έχει τέτοια σιγουριά, τέτοια σφαιρική εικόνα, τέτοια αυτοπεποίθηση, που όλα τα στελέχη χρειάζεται να παίρνουμε τις συμβουλές του» να τον παρουσιάσει για το νέο οδηγό μας.
               Και φοβισμένοι δεν πιστεύουμε πως μπορούμε να αλλάξουμε αυτήν την πραγματικότητα και ούτε καν βλέπουμε κι αυτό το απλό, ότι το κοινωνικό περιθώριο, η κοινωνική δυστυχία απογυμνώνει το μύθο της αστικής ευημερίας ότι είναι εύγλωττη μαρτυρία της τραγικής αλήθειας που λανθάνει κάτω από τη φαινάκη της  ευνομούμενης αστικής κοινωνίας. Φτάσαμε να θεωρούμε την απόσυρση από τα κοινωνικά   σαν άμυνα αλλά και εκδίκηση του ατόμου στην αδικία, στην καταπίεση της ελευθερίας του και την καταρράκωση της αξιοπρέπειας του. Και γίνεται η θρησκεία, το ποτό, οι ουσίες κλπ. βάλσαμο στις πίκρες που γευόμαστε, στα δάκρυα που ποτίζουν τα απατηλά και προδομένα όνειρα, τις χαμένες ελπίδες που μας πρόσφεραν για ανώδυνη κι εύκολη ζωή, αρκεί να μην αντιδρούμε.  Κι είναι ένας τρόπος για να περιέλθουμε  σε μια κατάσταση παρόμοια με τον ύπνο, να μεταβούμε σε μια ονειρική πραγματικότητα.
 Κι η θρησκεία προσλαμβάνει θαυματουργικές ιδιότητες, μετασχηματίζει την επιθυμία σε πραγματικότητα, συνεπικουρεί στην ανάκληση ενός κατασκευασμένου παρελθόντος, ανασυσταίνει επιλεκτικά τις μνήμες. Και η μόνη ιδέα που μένει φαίνεται να είναι απλώς η μεταφυσική ελπίδα  για κάτι καλύτερο. Κι είναι η μόνη διέξοδος, όταν όλοι φαίνονται να έχουν μια προδιαγεγραμμένη πορεία, από την οποία είναι σχεδόν αδύνατο να ξεφύγουν. Αυτή η αίσθηση της παντοτινής  φτώχειας, της καταδικασμένης μοίρας που  είναι τόσο μάταιο  να προσπαθεί κανείς να αποποιηθεί! Σαν να ζούμε σε ένα δωμάτιο που δεν έχει φως και όταν  ανοίγοντας τη μαρξιστική αντίληψη των πραγμάτων μαθαίνουμε μια άλλη  εικόνα του κόσμου, ότι μπορεί να υπάρξει μια κοινωνία πιο τίμια, πιο δίκαιη χίλιες φωνές μας αποτρέπουν να το πιστέψουμε και η δική μας απροθυμία να το πραγματοποιήσει. Πριν δοθεί μάχη νιώθουμε νικημένοι.  Πάνω στο πτώμα μας και την πνευματική μας εκμηδένιση προβάλλεται σταθερά και μεθοδευμένα η ισχύς των κέντρων εξουσίας που προκαλούν  τα διάφορα και πολύμορφα  κοινωνικά αδιέξοδα και τροφοδοτούν  ψευδαίσθηση και απραξία. Και ήταν εύκολο στον καιρό της αυταπάτης της ευμάρειας να πιστεύουμε ότι τρεφόμαστε από τη γενναιοφροσύνη του «δόξα τοις ηττημένοις», πιστεύοντας πως δεν μας αφορούσε. Και τώρα πολλοί, τσακισμένοι καθώς αντιλαμβανόμαστε τις νέες οικονομικοκοινωνικές συνθήκες να μας παραγκωνίζουν ξαναπαίρνουμε, ακόμα κι αν δεν το εκφράζουμε, το σύνθημα του γαλάτη «ουαί τοις ηττημένοις» και με σκληρότητα ετοιμαζόμαστε να το εφαρμόσουμε στους πιο τσακισμένους από μας. Τους πρόσφυγες και μετανάστες που εκλιπαρούν την ελεημοσύνη της Ευρώπης και βυθίζονται με πλοιάρια καθώς  θεωρούνται απειλή για  την έννομο τάξη της.
Κι αν διαφωνούμε με όλα αυτά  η διαφωνία μας περισσότερο περιορίζεται σε θέσεις και λόγους. Η δράση μας φαίνεται αδύνατη. Γιατί ζητάμε εγγύηση για την επιτυχία της, γιατί τα όνειρά μας μάθαμε να ανθοφορούν σε μπαράκια και σαλόνια, γιατί οι κακουχίες μας απελπίζουν και η αξιοπρέπειά μας στεριώνει με χάππενιγκ –απελπιστικά φοβισμένοι μικροαστοί.
Κι ενώ η συνθήκη προφανούς ισότητας  που πιστεύαμε ότι θα κυριαρχήσει στην κοινωνία με τα προτάγματα μιας γενικευμένης αλλά και αόριστης ισότητας και απελευθέρωσης κατάντησε πια γελοιογραφία συνεχίζουμε να αποδεχόμαστε την έκθεσή μας στον καταναλωτισμό, που προς το παρόν ανεστάλη, και την αποδοχή σε μια συναίνεση που δεν αναγνωρίζει ταξικά συμφέροντα.
Και πώς να στεριώσει στη σκέψη μας, αντικατοπτρισμός του γιγάντιου και περίπλοκου μηχανισμού της αστικής εξουσίας, το όραμα μιας κομμουνιστικής κοινωνίας και η διάθεση να παλέψουμε γι’  αυτό;