Παρασκευή 21 Απριλίου 2017

ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑΣ

Μισός αιώνας μας χωρίζει από την επιβολή της δικτατορίας των συνταγματαρχών του 1967, και με την ύστερη γνώση που αποκτήθηκε όλα αυτά τα χρόνια και με το παρόν εκείνης της περιόδου να έχει κρυσταλλωθεί σε παρελθόν, γίνεται προσπάθεια να κατανοηθούν συνθήκες, σκοπιμότητες, στόχοι εκείνης της εποχής που ταλανίζουν το δικό μας παρόν. Η κατανόηση εκείνης της περιόδου είναι ζήτημα μιας περίπλοκης διαδικασίας και  η ύστερη γνώση συμβάλλει ώστε ακόμα και γεγονότα απλά ή αυτονόητα στην ερμηνεία τους να πάρουν άλλη διάσταση μέσα στο πολιτικά προσδιορισμένο χρόνο, που η επιμονή στην  ιστορική αποτίμηση της δικτατορίας κυρίως μέσα από  κατάθεση προσωπικών εμπειριών δεν βοηθά. Μέσα από τις ατέλειωτες προσωπικές αφηγήσεις μένει κανείς με την εντύπωση πως η πολιτική διάσταση στην ουσία αναιρείται ως το ζητούμενο και θέμα γίνονται πλέον οι περιπέτειες μιας παρέας ή ενός προσώπου.
               Η δικτατορία των συνταγματαρχών ήταν ο επίλογος του μετεμφυλιακού κράτους που οργανώθηκε από δοσίλογους, μαυραγορίτες, ταγματασφαλίτες,  εκπατρισμένους ή …αποστασιοποιημένους  κατά την κατοχή πολιτικούς, νικητές στην ένοπλη ταξική σύγκρουση με τη βοήθεια της ανερχόμενης υπερδύναμης των ΗΠΑ. Στον μεταπολιτευτικό κυρίαρχο λόγο υπερτονίστηκε ο ρόλος του παρακράτους εκείνης της τριακονταετίας σχεδόν αθωώνοντας την αστική  πολιτική ηγεσία που σε ρόλο Πιλάτου αναφωνούσε το περίφημο «ποιος επιτέλους κυβερνά αυτόν τον τόπο». Αν στη χώρα μας τόσο απροκάλυπτα η πολιτική ηγεσία δρούσε διαμορφώνοντας συμπεριφορές και εφαρμόζοντας νόμους που συγκρούονταν ακόμα και με την αστική περί δικαίου αντίληψη ήταν γιατί αυτό που πρωτίστως ενδιέφερε ήταν η διατήρηση και σταθεροποίηση της εξουσίας της.
 Στην Ελλάδα, όλη την μεταπολεμική πολιτική στα πρώτα τριάντα  καθόρισε το ύψιστο συμφέρον της αστικής τάξης που ήταν κυρίως και πρωτίστως η επιβίωσή της. Η τρίχρονη σύγκρουσή της  με τον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας και η νίκη της με τη βοήθεια της πολεμικής μηχανής των ΗΠΑ κατατρόμαξε την αστική μας τάξη, που σύσσωμη συμμετείχε στην συντριβή παντοιοτρόπως όλων όσοι, με όποιο τρόπο, όχι μόνο πολέμησαν μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ, αλλά και συμμετείχαν στον αντιστασιακό αγώνα του μέσα από τις οργανώσεις του ΕΑΜ. Μέχρι το 1955 συνεχίζονταν οι  εκτελέσεις καταδικασμένων σε θάνατο αριστερών πολιτών και τα έκτακτα στρατοδικεία λειτουργούσαν για 13 χρόνια μετά την ήττα, μέχρι το 1962, ενώ το μέτρο της εκτόπισης συνέχισε να διατηρείται (με χρονικό όριο τους 48 μήνες), μέχρι που ενεργοποιήθηκε δραστικά από την δικτατορία.   Και πρωθυπουργοί όλη αυτήν την περίοδο δεν ήταν μόνο από την …επάρατο Δεξιά π.χ. ο «γέρος της Δημοκρατίας» ο  Γ. Παπανδρέου ήταν πρωθυπουργός επί  Δεκεμβριανών, ενώ επί πρωθυπουργίας του Ν. Πλαστήρα, που το κόμμα του ΕΠΕΚ (Εθνική Πολιτική Ενωσις Κέντρου) σχημάτισε κυβέρνηση σε συνεργασία με το κόμμα των  Φιλελευθέρων του Σ. Βενιζέλου,  εκτελέστηκε ο Ν. Μπελογιάννης και οι σύντροφοί του.  
Πενήντα λοιπόν χρόνια από την επιβολή της δικτατορίας φαίνεται ότι λησμονιέται πως αυτή δεν υπήρξε μια παρένθεση ή ανορθογραφία στην ιστορία μας, αλλά πως είχε βαθιές ρίζες στην αστική τάξη, στον τρόμο της από τη δεκαετία του ’40  και στην εξάρτησή της από την ιμπεριαλιστική δύναμη των ΗΠΑ, ενώ  βρήκε γόνιμο έδαφος στο αυταρχικό κράτος που οικοδομήθηκε μετά τον εμφύλιο. Δεν προέκυψε λοιπόν απλώς από συνωμοτικές δράσεις πρακτόρων, και γι’  αυτό περισσότερο αστυνομικό ενδιαφέρον έχουν όλες αυτές οι εκδοχές για μικρές ή μεγάλες χούντες. Οι δικτάτορες ήταν οι εκτελεστές, ο τελευταίος κρίκος μιας προπαρασκευής συστηματικής όλα αυτά τα μεταπολεμικά χρόνια, που άμεσα, χωρίς προσχήματα, μ’ έναν αρνητικό τρόπο,  σταθεροποίησαν τα όρια στα οποία θα κινείται έκτοτε η αστική δημοκρατία μας, ενώ συγχρόνως η εμφανιζόμενη αντιπαλότητά τους με  μεγάλο τμήμα  της αστικής μας τάξης λειτούργησε γι’ αυτήν ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ για ανάκτηση του χαμένου κύρους και  μετατόπισε τη διαχωριστική γραμμή πολύ δεξιότερα. Κι αν εμφανίστηκε να ανακόπτει μια φιλελευθεροποίηση του μετεμφυλιακού καθεστώτος, που η αστική τάξη σε συνεργασία με μικροαστικά στρώματα είχε ανάγκη για τον καπιταλιστικό εκσυγχρονισμό, αυτό ήταν προσωρινό και μακροπρόθεσμα την ωφέλησε, γιατί νομιμοποίησε την κυριαρχία της και στα λαϊκά στρώματα. Το αίτημα της δημοκρατικής ομαλότητας, που ταυτίστηκε με την αστική δημοκρατία,  έγινε επιτακτικό και κοινό παίρνοντας διαταξική διάσταση. Και  το κομμουνιστικό κίνημα, στην ολοκλήρωση της συρρίκνωσης του οποίου η δικτατορία προσέφερε τα μάλα, βρέθηκε υποχρεωμένο να λειτουργήσει ως αντιδικτατορική δύναμη και όχι ως δύναμη κοινωνικής ανατροπής υιοθετώντας πιο επιτακτικά τώρα το αίτημα της δημοκρατικής αποκατάστασης μαζί με ένα σημαντικό τμήμα του αστικού κόσμου. Κι αν ένα τμήμα των αστών, που ήθελε να επιβάλει  ένα δυναμικό αναπτυξιακό πρότυπο καπιταλιστικής εξέλιξης, φάνηκε να συγκρούεται με τη χούντα, είναι όμως χάρη σ’  αυτή  που παγιώθηκε η ολοκληρωτική τους νίκη και μετατοπίστηκε η διαχωριστική γραμμή πολύ δεξιότερα.
Κι έδωσε έτσι η δικτατορία την ευκαιρία στους αστούς να μπερδέψουν την τράπουλα. Τρομοκρατημένοι από την δυναμική των λαϊκών τάξεων που με νύχια και με δόντια για τρία χρόνια πολεμούσαν εναντίον τους, αφού εξάντλησαν την εκδικητικότητα του νικητή απέναντι στο νικημένο και με την δικτατορία, εξόρκισαν το δικαιολογημένο περασμένο φόβο τους που δεν έλεγε να κοπάσει  οικειοποιούμενοι την ένοπλη αντίσταση. Εμφανίζονται λοιπόν αστικές δυνάμεις και οργανώσεις, όπως το ΠΑΚ  που ίδρυσε  ο Α. Παπανδρέου από το εξωτερικό, να επιμένουν στην αναγκαιότητα του ένοπλου αγώνα, περισσότερο όμως σαν ένα παιχνίδι με τα όπλα και σαν σχεδιασμούς επί χάρτου, που το πολύ να καταλήγουν σε μεμονωμένες βομβιστικές ενέργειες. Κι έτσι πριν λεηλατηθούν τα συνθήματα της αριστεράς στην μεταπολίτευση,  ευτελίζουν οι αστοί και τον ίδιο τον ένοπλο αγώνα με την αφέλεια που αναφέρονται σ’  αυτόν, σαν κάτι εύκολο να πραγματοποιηθεί, χωρίς προϋποθέσεις, στόχο και στρατηγική, χωρίς να κάνουν καμιά προσπάθεια να αναπτυχθεί μια τέτοια πολιτική δράση που να συνδέει τον ένοπλο αγώνα με το μαζικό κίνημα.
Οι αστοί τριάντα χρόνια μετά παρουσιάζονται να φαντασιώνονται ένοπλη επανάσταση, ενώ η κομμουνιστική αριστερά εμφανίζεται απρόθυμη για ένοπλο αγώνα –και κάπως έτσι η ταξική ένοπλη σύγκρουση του ’46-49 χάνει τα ταξικά της χαρακτηριστικά. Πριν λοιπόν επί κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ συμφιλιωθούν οι αντίπαλοι του εμφυλίου, επί δικτατορίας μετατράπηκε σε αστική φαντασίωση η ένοπλη σύγκρουση, ενώ η ήττα σε βίωμα της κομμουνιστικής αριστεράς. Κι είναι αυτό ιδεολογικοπολιτικό  γνώρισμα της μεταπολίτευσης, κληρονομιά της δικτατορίας, και  μας κρατά ακόμα εγκλωβισμένους.

Δεν υπάρχουν σχόλια: